where art is always in focus

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΑΠΟΨΕΙΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
26.9.25

Η ανυπόγραφη φωτογραφία: σκέψεις για τη χαμένη ταυτότητα των εικόνων

3.40' διάβασμα



 

 

 

Άγνωστος φωτογράφος
Αγγλία, περίπου το 1890. Εκτύπωση αριστοτυπίας*.
© courtesy Galerie Lumière des roses

Αφορμή γι' αυτό το άρθρο στάθηκε η έκδοση ενός βιβλίου (μέσα στην κρίση έμπνευσης που βιώνουν τα φωτογραφικά βιβλία τον τελευταίο καιρό) που περιέχει φωτογραφίες από την ιδιότυπη συλλογή του ζεύγους Μαριόν και Φιλίπ Ζακιέ. 
Γιατί ιδιότυπη; Γιατί επί είκοσι χρόνια οι δύο ρέκτες εικόνων συνέλεγαν φωτογραφίες σε παζάρια, σε παλαιοπωλεία, πεταμένες στα σκουπίδια, εικόνες διαφορετικής θεματικής, αλλά με ένα κοινό ειδοποιό γνώρισμα. Είναι έργα αγνώστων δημιουργών, αλλά πέρα από το ότι στερούνται υπογραφής ή τεκμηρίωσης, φέρουν ωστόσο ένα ανεξίτηλο στίγμα αναμφισβήτητης καλαισθησίας και συναισθηματικής φόρτισης. Συγκροτούν έτσι ένα ιδιαίτερο αρχείο καθημερινότητας, όπου η αξία δεν απορρέει από την αναγνωρισιμότητα του δημιουργού, αλλά από την αισθητική και την εσωτερική δύναμη της ίδιας της εικόνας.

Ταυτόχρονα εγείρουν μία από τις πιο προκλητικές ερωτήσεις του εικονοποιητικού μας πολιτισμού: τι συμβαίνει όταν μια εικόνα χάνει τον δημιουργό της; Συνιστά «καλλιτεχνικό έργο» και ποια είναι η θέση του δημιουργού σε ένα μέσο που συχνά χαρακτηρίζεται από τον τυχαίο χαρακτήρα του;
Το ερώτημα «έχει μια φωτογραφία δημιουργό;» είναι θεμελιώδες. Σε αντίθεση με τη ζωγραφική ή τη γλυπτική, όπου το έργο ταυτίζεται σχεδόν αδιαμφισβήτητα με την πρόθεση και το ύφος του καλλιτέχνη, η φωτογραφία εμπεριέχει έναν ισχυρό τυχαίο παράγοντα. Κάθε φωτογραφία είναι, στην ουσία της, μια πράξη συμπτώσεων. Το φως που πέφτει ακριβώς εκεί, η στιγμή που ανοιγοκλείνει το κλείστρο, το χαμόγελο που τυπώνεται για μια στιγμή στο χρόνο. Μήπως αυτή η εγγενής τυχαιότητα κάνει κάθε φωτογραφία, ουσιαστικά, ανώνυμη; Μήπως ο φωτογράφος είναι απλώς ένας διαμεσολαβητής ανάμεσα στη μηχανή και την πραγματικότητα, ένας τυχαίος μάρτυρας που συμβαίνει να κρατά την κάμερα τη σωστή στιγμή;



Άγνωστος φωτογράφος
Χωρίς τίτλο, εκτύπωση ενισχυμένη με ακουαρέλα, π. 1930
© courtesy Galerie Lumière des roses

Άγνωστος φωτογράφος
Γαλλία, π. 1950
© courtesy Galerie Lumière des roses

Άγνωστος φωτογράφος
Μικρό κορίτσι πρόσφυγας και ο παπαγάλος του. 
Γαλλία, π. 1940
© courtesy Galerie Lumière des roses

Άγνωστος φωτογράφος
Ένας Πικάσο που σε κάνει να πέφτεις κάτω. 
Γερμανία, 1955
© courtesy Galerie Lumière des roses

Άγνωστος φωτογράφος
Κάτω από τη βροχή. Γαλλία, π. 1960
© courtesy Galerie Lumière des roses

Όμως, όσο ρομαντική κι αν είναι αυτή η ιδέα, η εμπειρία μας λέει κάτι διαφορετικό. Δύο άνθρωποι που φωτογραφίζουν το ίδιο θέμα την ίδια στιγμή δεν θα παράγουν ποτέ το ίδιο αποτέλεσμα. Το βλέμμα του καθενός φέρει το βάρος της προσωπικής του ιστορίας, των εμπειριών του, της κουλτούρας του. Ακόμη και το πιο απλό κάδρο είναι μια επιλογή, μια στάση απέναντι στον κόσμο. Το βλέμμα, η κουλτούρα και η αισθητική του δημιουργού αποτυπώνονται αναπόφευκτα στο κάδρο, αλλά το αποτέλεσμα παραμένει ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες, συχνά μακριά από την αρχική πρόθεση.
Έτσι, η φωτογραφία δεν μπορεί ποτέ να ξεφύγει εντελώς από τον δημιουργό της, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι ποτέ αποκλειστικά προϊόν αυτού.

Η σημασία των ανώνυμων φωτογραφιών, όπως αυτών της συλλογής Ζακιέ, έγκειται ακριβώς σε αυτή την αντίφαση. Ενώ στερούνται υπογραφής, αποκαλύπτουν πτυχές της ανθρώπινης εμπειρίας που δεν θα είχαν ίσως αναδειχθεί μέσα από τις επίσημες, «καλλιτεχνικές» πρακτικές. Είναι θραύσματα βίων, στιγμές που κάποιος θεώρησε πως άξιζαν να διατηρήσει. Μια οικογενειακή εκδρομή, ένα παιδικό χαμόγελο, μια στιγμή ευτυχίας που τώρα ταξιδεύει αποκομμένη από το περιβάλλον της. Είναι όπως τα μπουκάλια με μηνύματα που ξεβράζει η θάλασσα - κανείς δεν ξέρει ποιος τα έστειλε ή γιατί, αλλά περιέχουν κάτι από την ανθρώπινη επιθυμία για επικοινωνία, για μνήμη.


Αυτές οι εικόνες έχουν την τρυφερότητα του "όμορφα εγωιστικού" κομματιού της φωτογραφίας. Δημιουργήθηκαν από κάποιον σαν 'περί εμού' φωτογραφίες ή για κάποιον που αγαπούσε. Δεν προορίζονταν για τη δημοσιότητα, δεν είχαν καλλιτεχνικές προτάσεις. Και ακριβώς αυτή η ειλικρίνεια τους δίνει μια ποιητική διάσταση που υπερβαίνει την αρχική τους χρηστικότητα.
Οι ανώνυμες φωτογραφίες λειτουργούν έτσι ως «λαϊκή μνήμη» της εικόνας. Αντιστοιχούν στον κινηματογράφο με τις οικογενειακές ταινίες: οικείες, προσωπικές, αλλά και απρόσμενα καθολικές. Το προσωπικό γίνεται συλλογικό μέσα από την κοινή εμπειρία του βλέμματος. Ακόμη και το «λάθος» –ένα κακό καδράρισμα, μια θολή λεπτομέρεια– αποκτά τη δική του αξία, καθώς μαρτυρεί την ανθρώπινη διάσταση της φωτογραφικής πράξης.




Άγνωστος φωτογράφος
Χωρίς τίτλο,
αυτόχρωμη πλάκα, Γαλλία 1924
© courtesy Galerie Lumière des roses

Άγνωστος φωτογράφος
εκτύπωση επιζωγραφισμένη με ακουαρέλα
Γαλλία, π. 1930-45
© courtesy Galerie Lumière des roses

Άγνωστος φωτογράφος
εκτύπωση επιζωγραφισμένη με ακουαρέλα
Γαλλία, π. 1930
© courtesy Galerie Lumière des roses

Άγνωστος φωτογράφος
Χωρίς τίτλο,
αυτόχρωμη πλάκα, Γαλλία 1924
© courtesy Galerie Lumière des roses

Άγνωστος φωτογράφος
Χωρίς τίτλο
Γαλλία, 1931
© courtesy Galerie Lumière des roses

Άγνωστος φωτογράφος
'Το άσπρο παπούτσι' π. 1931
© courtesy Galerie Lumière des roses

Σήμερα, η φωτογραφία βρίσκεται σε κρίση ταυτότητας. Η τεχνητή νοημοσύνη υπόσχεται να δημιουργεί "τέλειες" εικόνες, προσαρμοσμένες στις επιθυμίες των editors και του κοινού. Αλλά αυτή η τελειότητα είναι μια απάτη - αντικαθιστά το απρόβλεπτο ανθρώπινο βλέμμα με έναν κόσμο φτιαγμένο για να ικανοποιεί συγκεκριμένες προσδοκίες.
Ταυτόχρονα, όλοι έχουμε γίνει φωτογράφοι. Οι κάμερες των κινητών μας καταγράφουν κάθε στιγμή, κάθε γεύμα, κάθε ηλιοβασίλεμα. Φωτογραφίζουμε, επεξεργαζόμαστε, ανεβάζουμε και ξεχνάμε σε λίγα λεπτά. Η φωτογραφία έχει γίνει τόσο κοινότοπη που παραδόξως απειλεί να χάσει την αξία της.
Μήπως σε αυτόν τον κόσμο των τρισεκατομμυρίων εικόνων, κάθε φωτογραφία καταδικάζεται στην ανωνυμία; Μήπως η υπερπαραγωγή εικόνων δημιουργεί έναν νέο τύπο ανωνυμίας, όχι από έλλειψη υπογραφής, αλλά από περίσσεια;

Ίσως το πραγματικό διακύβευμα δεν είναι η ταυτότητα του φωτογράφου, αλλά η διατήρηση του ανθρώπινου βλέμματος. Κάθε φωτογραφία, ακόμη και η πιο απλή, είναι μια στάση απέναντι στον κόσμο. Είναι η μαρτυρία κάποιου που είπε: "Αυτό αξίζει να απαθανατιστεί". Όταν χάνουμε τη σύνδεση με αυτή τη στάση, όταν οι εικόνες παράγονται αλγοριθμικά ή καταναλώνονται μηχανικά, χάνουμε κάτι ουσιώδες από την ανθρώπινη εμπειρία.
Οι ανώνυμες φωτογραφίες μας θυμίζουν ότι η αξία μιας εικόνας δεν κρίνεται από το όνομα που φέρει, αλλά από την ικανότητά της να μας αγγίξει, να μας μιλήσει για κάτι αληθινό. Είναι μια υπενθύμιση ότι κάθε στιγμή που επιλέγουμε να καταγράψουμε είναι, στην ουσία της, μια πράξη αγάπης προς τη ζωή.



Άγνωστος φωτογράφος
Χωρίς τίτλο,
αλλοιωμένη αμβροτυπία*
Ηνωμένες Πολιτείες, π. 1860
© courtesy Galerie Lumière des roses

Στο τέλος, ίσως η ανώνυμη φωτογραφία να είναι το πιο ειλικρινές από όλα τα είδη τέχνης. Δεν αξιώνει φήμη, δεν διεκδικεί θέση στην ιστορία. Απλώς υπάρχει, περιμένοντας κάποιον να την ανακαλύψει, να την καταλάβει, να την αγαπήσει. Και όταν αυτό συμβαίνει - όπως στην περίπτωση της συλλογής Ζακιέ - η ανωνυμία παύει να είναι απώλεια και γίνεται δώρο. Ένα όμορφο λάθος παραλήπτη που μας θυμίζει πως η τέχνη δεν ανήκει σε όσους τη δημιουργούν, αλλά σε όσους τη βλέπουν. (Κ. Λ.)





 

 

Lumière des roses – Éloge de la photographie anonyme
Marion et Philippe Jacquier (Atelier EXB) 

 

* Η αριστοτυπία αποτελεί μέρος τηςμεθόδου επεξεργασίας γνωστή ως τεχνική «τριών στρωμάτων»: ένα υπόστρωμα χαρτιού, ένα στρώμα θειικού βαρίου (λευκή χρωστική ουσία) αναμεμιγμένο με ζελατίνη και, τέλος, ένα στρώμα εικόνας που περιέχει χλωριούχο άργυρο αιωρούμενο σε ζελατίνη ή κολλόδιο. 

 

  * Η αμβροτυπία είναι μια φωτογραφική τεχνική που παράγει θετική εικόνα. Πρόκειται για ένα αρνητικό υγρού κολλοδίου σε γυάλινη πλάκα, το οποίο όταν προβάλλεται σε σκούρο φόντο μοιάζει με θετική φωτογραφία. Η επιλογή του όρου «αμβροτυπία», από την ελληνική λέξη «άμβροτος» που σημαίνει «άφθαρτος» ή «αθάνατος», πιθανώς συνδέεται με την ανθεκτικότητα της γυάλινης βάσης.


Δείτε επίσης:

η τέχνη των αποσυνάγωγων

 

Κρυμμένες μητέρες, ανήσυχα παιδιά και... ο φωτογράφος!  

 

 

επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)

 

14.9.25

η απειλή της προκλητικής τέχνης: από τον Μπάνκσι στον Μάρλοου

4.30' διάβασμα





το έργο του Μπάνκσι κατά τη διαδικασία απόκρυψής του

Τον εξωτερικό τοίχο του Royal Courts of Justice στο Λονδίνο, ο γνωστός άγνωστος Μπάνκσι μετέτρεψε σε καμβά κοινωνικής διαμαρτυρίας, αλλά πλέον εκεί όπου κάποτε υπήρχε η τοιχογραφία του, απλώνεται σήμερα ένα άδειο σημείο. Το έργο "σβήστηκε" - μια πράξη λογοκρισίας που αποδεικνύεται τόσο αποκαλυπτική όσο και η ίδια η τοιχογραφία. Εκεί, στην καρδιά του βρετανικού νομικού συστήματος, η τέχνη που τολμά να σχολιάζει την εξουσία εξαφανίζεται - μόνο που η εξαφάνισή της γίνεται το ίδιο ένα ισχυρότερο μήνυμα.
Αυτή η παράδοξη ειρωνεία - η λογοκρισία της τέχνης ακριβώς έξω από τα δικαστήρια - θα διασκέδαζε και θα προκαλούσε έναν άντρα που πέθανε πριν από τετρακόσια τριάντα χρόνια. Τον Κρίστοφερ Μάρλοου, τον πιο τολμηρό ποιητή της εποχής του, αλλά και αιώνιο ταραχοποιό του θεάτρου, που κατάφερε να είναι τόσο επικίνδυνος που ακόμη και σήμερα -ιδιαίτερα σήμερα- τα έργα του προκαλούν αμηχανία. Η δε μείωση της προσβλητικότητας ορισμένων έργων του ώστε να γίνουν 'κόσμια' για το σύγχρονο κοινό δεν είναι εύκολη υπόθεση.
Η συνάντηση αυτών των δύο περιπτώσεων —ο Μάρλοου στη σκηνή και ο Μπάνκσι στον τοίχο— μας επιτρέπει να αναστοχαστούμε την αισθητική και πολιτική λειτουργία της πρόκλησης ως δημόσιου θεάματος.


το έργο του Μπάνκσι έξω από τα δικαστήρια στο Λονδίνο

ιδιόχειρο χειρόγραφο του Κρίστοφερ Μάρλοου

Φανταστείτε τους Λονδρέζους των τελευταίων δεκαετιών του 16ου αιώνα να συρρέουν στα θέατρα για να παρακολουθήσουν σκηνές που θα έκαναν και τους πιο ψύχραιμους σύγχρονους θεατές να ωχριάσουν. 
Ένας Εβραίος και ένας μουσουλμάνος Τούρκος συνωμοτούν εναντίον ενός χριστιανού μοναχού και τον στραγγαλίζουν. Μετά τον βγάζουν στο δρόμο και τον στηρίζουν κατάλληλα σε ένα ραβδί, σαν να είναι ζωντανός και ζητιανεύει. Έρχεται ένας άλλος μοναχός, που δεν συμπαθεί τον πρώτο μοναχό, οπότε αρπάζει το ραβδί και τον χτυπά μέχρι θανάτου, χωρίς να ξέρει ότι είναι ήδη νεκρός. Όταν ο Εβραίος και ο Τούρκος εμφανίζονται ξανά, κατηγορούν τον Χριστιανό Νο 2 ότι σκότωσε τον Χριστιανό Νο 1. Και ο Μουσουλμάνος δείχνει το πτώμα και λέει ότι ο εγκέφαλός του τρέχει από τη μύτη του. Ειλικρινά, είναι ξεκαρδιστικό.
Μετά είναι και εκείνο με τους δύο Ασιάτες που είναι δεμένοι σε ένα άρμα και αναγκάζονται να το τραβούν, σαν άλογα, με χαλινάρια στο στόμα, ενώ ένας τρίτος Ασιάτης, κρατώντας τα ηνία, τους μαστιγώνει. Και εδώ είναι το αστείο: κάποτε ήταν βασιλιάδες! Και είναι τυχεροί, γιατί υπάρχει ένας άλλος βασιλιάς, ένας Βρετανός, που πρέπει να στέκεται σε βρώμικο νερό για δέκα μέρες, με τον ήχο ενός τυμπάνου να τον εμποδίζει να κοιμηθεί. Ξέρετε, όπως στο Αμπού Γκράιμπ. Τελικά, ξαπλώνει σε ένα πουπουλένιο κρεβάτι, το οποίο βέβαια ακούγεται ωραίο, εκτός από το ότι ένα τραπέζι είναι τοποθετημένο πάνω του και άντρες το ποδοπατούν. Στη συνέχεια, βιάζεται με ένα καυτό σίδερο. Και αυτό είναι το τέλος του.
Τι είδους διαταραγμένοι, θα αναρωτηθείτε, θα έβλεπαν τέτοια πράγματα για διασκέδαση;
Απάντηση: Οι Λονδρέζοι τις δύο τελευταίες δεκαετίες του δέκατου έκτου αιώνα.
Όλες οι παραπάνω σκηνές προέρχονται από θεατρικά έργα του Κρίστοφερ Μάρλοου - «Ο Εβραίος της Μάλτας», «Ταμερλάνος» και «Εδουάρδος Β'» - δεν ήταν απλώς θέατρο. Ο Μάρλοου δεν παρουσιάζει τη βία ως τραγωδία με την κλασική αριστοτελική έννοια· αντίθετα, την προβάλλει ως σκοτεινό θέαμα, όπου ο θεατής δεν καλείται να ταυτιστεί ηθικά με τα θύματα αλλά να απολαύσει την ίδια τη σκηνική ανατροπή.
Τα έργα του αποτελούσαν εκρηκτικά σχόλια για την εξουσία, τη θρησκεία, την ταξική πάλη και την ανθρώπινη φύση. Τόσο εκρηκτικά που στις παραστάσεις έσκαγαν και κυριολεκτικές βόμβες - σε μια παράσταση του «Ταμερλάνου» το 1587, ένα όπλο γεμίστηκε κατά λάθος με αληθινό βλήμα, αντί μόνο με πυρίτιδα, και πέφτοντας στο κοινό σκότωσε μια έγκυο γυναίκα και ένα παιδί. Το να πηγαίνει κανείς στο θέατρο εκείνη την περίοδο ήταν μια πράξη γενναιότητας, καθώς η καταστροφή δεν περιοριζόταν στη σκηνή. Πέρα από το γεγονός πως οι χώροι, γνωστοί ως εστίες μόλυνσης, έκλειναν συχνά για να αποτραπεί η εξάπλωση της πανούκλας.



το φερόμενο ως πορτρέτο του Κρίστοφερ Μάρλοου - 1585

Ακόμη και τέσσερις αιώνες μετά, ο Μάρλοου εξακολουθεί να προκαλεί τρόμο στους φρουρούς της κοινωνικής τάξης. Όταν το «Ταμερλάνος» ανέβηκε στο Λονδίνο το 2005, η σκηνή όπου ο ήρωας καίει αντίγραφο του Κορανίου λογοκρίθηκε "προληπτικά". Ο σκηνοθέτης της παράστασης υπερασπίστηκε την απόφασή του με επιχειρήματα που ηχούν οικεία: δεν δέχθηκε "καμία πίεση", απλώς ήθελε να αποφύγει την "προσβολή". Μια δικαιολογία που θα μπορούσε να την έχει υπογράψει και όποιος πήρε την απόφαση να "σβήσει" την τοιχογραφία του Μπάνκσι.
Και πώς θα χειριστούν τον «Εβραίο της Μάλτας», που κολυμπάει σε αντισημιτικά στερεότυπα της εποχής; Τον Βαραβά που, αφού σχεδιάζει μαζική δηλητηρίαση καλογριών, χαίρεται:
"Πόσο γλυκά ηχούν τώρα οι καμπάνες που οι καλόγριες είναι νεκρές,
Αυτές που άλλες φορές ηχούν σαν τα τηγάνια του γανωματή!
"
Μήπως οι καλόγριες να μεταμορφωθούν σε μέλη μιας κάστας ινφλουένσερ και η θανατηφόρα τοξίνη σε "υπερβολική δόση μάτσα";

Η αλήθεια είναι ότι τόσο ο Μπάνκσι όσο και ο Μάρλοου αντιπροσωπεύουν κάτι που η εξουσία φοβάται περισσότερο από οτιδήποτε άλλο: την τέχνη που δεν συμβιβάζεται, που δεν ευχαριστεί, που δεν παρηγορεί. Την τέχνη που κρατάει έναν καθρέφτη και μας αναγκάζει να δούμε όχι αυτό που θέλουμε να είμαστε, αλλά αυτό που είμαστε πραγματικά.
Ο Μάρλοου έγραψε για άντρες που πουλούν τις ψυχές τους για εξουσία και απόλαυση (διάβαζε Φάουστ). Ο ίδιος έζησε μόνο είκοσι εννέα χρόνια, μαχαιρώθηκε στο μάτι σε ένα σπίτι στον Τάμεση και "πέθανε βρίζοντας" - μια λεπτομέρεια που κάπως ταιριάζει τέλεια στο χαρακτήρα του. Ο Μπάνκσι, από την άλλη, παραμένει αθέατος, μια σκιά που αφήνει τα ίχνη του στους τοίχους των πόλεων - μέχρι που αυτά τα ίχνη "σβήνονται".

Το παράδοξο είναι ότι η λογοκρισία, αντί να σκοτώνει την τέχνη, τη διαιωνίζει. Το άδειο σημείο στον τοίχο του Royal Courts of Justice γίνεται μνημείο στη δύναμη της τέχνης να προκαλεί. Τα λογοκριμένα έργα του Μάρλοου συνεχίζουν να παίζονται, με τις περικοπές τους να υπενθυμίζουν στο κοινό ακριβώς αυτό που κάποιοι προσπαθούν να κρύψουν.
Γιατί στο τέλος, αυτό που κάνει την τέχνη αθάνατη δεν είναι η αποδοχή της, αλλά η αντίσταση που συναντά. Κάθε "σβησμένη" τοιχογραφία, κάθε λογοκριμένη σκηνή, κάθε απαγορευμένο βιβλίο γίνεται ακούσια παραδοχή: ότι οι λέξεις και οι εικόνες έχουν πραγματική δύναμη. Ότι η τέχνη μπορεί να αλλάξει τον κόσμο, να αμφισβητήσει τις βεβαιότητες, να ανατρέψει τις ιεραρχίες - γι' αυτό άλλωστε την φοβούνται τόσο πολύ.
Ο Μάρλοου το ήξερε αυτό όταν έβαζε τον Ταμερλάνο να καίει το Κοράνι. Ο Μπάνκσι το ξέρει όταν ζωγραφίζει έξω από δικαστήρια. Και εμείς, κοιτάζοντας το άδειο σημείο εκεί που κάποτε υπήρχε μια τοιχογραφία, το μαθαίνουμε ξανά: στον αιώνιο πόλεμο μεταξύ τέχνης και εξουσίας, το κενό φωνάζει πιο δυνατά από τα λόγια. Η απουσία γίνεται παρουσία, το σιωπηλό τετράγωνο στον τοίχο μιλάει πιο ηχηρά από οποιαδήποτε τοιχογραφία.
Και ίσως αυτό να ήταν το τελικό αριστούργημα - όχι το αρχικό έργο, αλλά η πράξη της εξαφάνισής του. Μια τέχνη που συνεχίζει να υπάρχει ακόμη και όταν δεν υπάρχει πια. (Κ.Λ.) 

 

 

επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων) 

4.9.25

Ο καλλιτέχνης ανεβαίνει στο νέφος: επαναπροσδιορίζοντας την έκθεση έργων στην εποχή του μετα-διαδικτύου

5.30' διάβασμα

 



 

 

 

το παρόν άρθρο αποτελεί απόσπασμα ενός ευρύτερου δοκιμίου του Κ. Λ.



Ένας ποιητής κάποτε παρατήρησε πως έναν ζωγράφο πρέπει να τον δεις στο «ντουβάρι», υπονοώντας ότι η καλλιτεχνική έκφραση φτάνει στο μέγιστο νόημά της όταν βρίσκεται σε ένα απτό περιβάλλον, προσβάσιμο στο κοινό. Αυτή η μεταφορά αποτυπώνει την παραδοσιακή άποψη της τέχνης ως ένα ενσωματωμένο αντικείμενο, μια φωτογραφία ή έναν ζωγραφικό πίνακα που κρέμεται στον τοίχο μιας γκαλερί, ένα γλυπτό που καταλαμβάνει μια πλατεία ή μια τοιχογραφία που ζωντανεύει μια αστική πρόσοψη. Σε αυτό το μοντέλο, η τέχνη αποκτά σημασία όχι μόνο μέσω της πρόθεσης του καλλιτέχνη αλλά και μέσω της φυσικής της παρουσίας σε κοινόχρηστο χώρο, όπου μπορεί να εμπλακεί, να αμφισβητηθεί και να θυμηθεί. Ωστόσο, η έλευση του ψηφιακού σύμπαντος - το «Μπιγκ Μπανγκ» του στα τέλη του 20ού αιώνα - και η πιο πρόσφατη άνοδος της επαυξημένης πραγματικότητας (AR) θέτουν υπό αμφισβήτηση αυτήν την υπόθεση. Πρέπει η τέχνη να εξακολουθεί να είναι δεμένη με υλικούς τοίχους ή μπορεί να υλοποιηθεί εξίσου, ή ακόμα και πιο βαθιά, σε ψηφιακά και υβριδικά περιβάλλοντα;


'abundant art'
📸© Κ.Λ.
all rights reserved

Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, πρέπει πρώτα να αναγνωρίσουμε τι αντιπροσωπεύει ο τοίχος. Δεν είναι μόνο μια κυριολεκτική επιφάνεια, αλλά και ένα σύμβολο πλαισίου, ενσάρκωσης και έκθεσης. Ο τοίχος της γκαλερί, για παράδειγμα, πλαισιώνει το έργο τέχνης μέσα σε έναν θεσμό αναγνώρισης και κριτικής. Ο δημόσιος τοίχος, όπως και η τέχνη του δρόμου, εκδημοκρατίζει την πρόσβαση, ενώ παράλληλα τοποθετεί την τέχνη στους ρυθμούς της καθημερινής ζωής. Και οι δύο περιπτώσεις προϋποθέτουν ότι η τέχνη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με μια υλική παρουσία - κάτι που μπορεί κανείς να σταθεί μπροστά του, να το αγγίξει το φως και να το βιώσει μέσω των αισθήσεων.

Όταν το έργο ενός καλλιτέχνη εμφανιζόταν "στον τοίχο", αντιπροσώπευε μια στιγμή απόλυτης ευαλωτότητας – τη μετάβαση από την ιδιωτική δημιουργία στη δημόσια κριτική. Το φυσικό έργο τέχνης έγινε ο ενδιάμεσος μεταξύ του καλλιτέχνη και του κοινού, ωστόσο η υλικότητά του εξασφάλιζε ένα είδος αυθεντικότητας. Οι πινελιές αποκάλυπταν την κίνηση του χεριού, το γλυπτό έφερε τα σημάδια της δημιουργίας του, και η παράσταση υπήρχε μόνο στην ανεπανάληπτη παρούσα στιγμή που μοιράζονταν ο ερμηνευτής και το κοινό.
Αυτή η φυσική έκθεση απαιτούσε θάρρος, επειδή ήταν μη αναστρέψιμη και ανεπιφύλακτη. Μόλις ο πίνακας κρεμάστηκε στην γκαλερί, ο καλλιτέχνης δεν μπορούσε να τον επεξεργάζεται συνεχώς, να τον ενημερώνει ή να ανταποκρίνεται σε κάθε αντίδραση του θεατή σε πραγματικό χρόνο. Το έργο στεκόταν μόνο του, αντιπροσωπεύοντας μια σταθερή στιγμή δημιουργικής πρόθεσης παγωμένη σε υλική μορφή. Η δύναμη της φυσικής τέχνης έγκειται εν μέρει στην ανθεκτικότητά της στην αναπαραγωγή: ο αρχικός πίνακας ή γλυπτό διατηρεί μια αύρα αυθεντικότητας που οι αναπαραγωγές δεν μπορούν να αποτυπώσουν πλήρως.

Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, στο θεμελιώδες δοκίμιό του 'Το Έργο Τέχνης στην Εποχή της Μηχανικής Αναπαραγωγής' (1936), προέβλεψε αυτή την ένταση. Υποστήριξε ότι η τεχνολογική αναπαραγωγή μειώνει την αύρα του έργου τέχνης αποσυνδέοντάς το από το μοναδικό χωροχρονικό του πλαίσιο. Μια επιτοίχια ζωγραφική έχει μια αμεσότητα που μια φωτογραφία της δεν μπορεί να έχει. Ωστόσο, ο Μπέντζαμιν πρότεινε επίσης ότι η αναπαραγωγή εκδημοκρατίζει την τέχνη απελευθερώνοντάς την από την αποκλειστικότητα, επιτρέποντας σε ευρύτερα κοινά να ασχοληθούν με έργα που κάποτε περιορίζονταν σε ιδιωτικές συλλογές ή απομακρυσμένες τοποθεσίες. Η ψηφιακή επανάσταση έχει ενισχύσει αυτό το παράδοξο: η τέχνη πλέον κυκλοφορεί παγκοσμίως με την ταχύτητα του φωτός, αλλά κινδυνεύει να χάσει τη μοναδικότητα που κάποτε καθόριζε την παρουσία της στον τοίχο.

Το ψηφιακό Μπιγκ Μπανγκ δεν μετατόπισε απλώς τον τοίχο από τον φυσικό στον εικονικό χώρο – κατακερμάτισε την ίδια την έννοια του διακριτού τοίχου σε άπειρα θραύσματα. Οι καλλιτέχνες του σήμερα υπάρχουν ταυτόχρονα σε αμέτρητες πλατφόρμες: Instagram, βίντεο στο TikTok, αγορές NFT, υπηρεσίες ροής, εικονικές γκαλερί και αμέτρητους άλλους ψηφιακούς χώρους. Κάθε πλατφόρμα λειτουργεί τόσο ως τοίχος όσο και ως πλαίσιο, παρουσιάζοντας το έργο ενώ αναπόφευκτα διαμορφώνει τη σημασία του μέσω της αλγοριθμικής επιμέλειας και του σχεδιασμού της διεπαφής. Ομοίως, τα καθηλωτικά ψηφιακά περιβάλλοντα, από τις εκθέσεις εικονικής πραγματικότητας (VR) μέχρι τις διαδραστικές εγκαταστάσεις, επεκτείνουν την έννοια του τοίχου σε πολυδιάστατο, πλοηγήσιμο χώρο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, ο τοίχος δεν είναι πλέον μια σταθερή επιφάνεια, αλλά ένας μεταβαλλόμενος ορίζοντας όπου η τέχνη και το κοινό συνδημιουργούν νόημα.

Η εξάπλωση της ψηφιακής τέχνης μας ανάγκασε να διευρύνουμε τους ορισμούς μας τόσο του «τοίχου» όσο και της «παρουσίας». Ο Λεβ Μανόβιτς (2001) υποστηρίζει ότι τα νέα μέσα αναδιαμορφώνουν όχι μόνο την καλλιτεχνική πρακτική, αλλά και τη λογική του πολιτισμού, μετατοπίζοντας την τέχνη από αντικειμενοκεντρικές μορφές σε δομές που μοιάζουν με βάσεις δεδομένων και είναι διαδραστικές. Αυτός ο πολλαπλασιασμός των «τοίχων» δημιουργεί πρωτοφανείς ευκαιρίες για έκθεση. Ένας καλλιτέχνης μπορεί να προβληθεί σε παγκόσμιο κοινό ακαριαία, παρακάμπτοντας τους παραδοσιακούς διαμεσολαβητές, όπως οι ιδιοκτήτες γκαλερί, οι εκδότες ή οι δισκογραφικές εταιρείες. Το ψηφιακό περιβάλλον εκδημοκρατίζει την πρόσβαση τόσο στα εργαλεία δημιουργίας όσο και στα κανάλια διανομής, επιτρέποντας να ευδοκιμήσουν φωνές που ίσως ποτέ να μην έβρισκαν παραδοσιακές πλατφόρμες.


'ad marginem'
📸© Κ.Λ.
all rights reserved

Η επαυξημένη πραγματικότητα προωθεί αυτή την εξέλιξη περαιτέρω, επικαλύπτοντας ψηφιακό περιεχόμενο σε φυσικά περιβάλλοντα. Όπως σημειώνει ο Όλιβερ Γκράου (2003), οι τεχνολογίες εμβύθισης διευρύνουν την παράδοση της ψευδαίσθησης και της συμμετοχής στην τέχνη, δημιουργώντας υβριδικούς χώρους όπου συνυπάρχουν υλικά και ψηφιακά στρώματα. Μια τοιχογραφία επαυξημένης πραγματικότητας που προβάλλεται μέσω smartphone ή ακουστικών μπορεί να ζωντανέψει, να ανταποκριθεί στην αλληλεπίδραση του θεατή ή να μεταμορφωθεί ανάλογα με το περιβάλλον. Ο τοίχος παραμένει, αλλά δεν είναι πλέον στατικός – γίνεται μια πλατφόρμα για υβριδικές πραγματικότητες. Εξετάστε το έργο καλλιτεχνών όπως ο KAWS, οι οποίοι έχουν παρουσιάσει ταυτόχρονα γλυπτά AR σε παγκόσμιες πόλεις, προσβάσιμα μόνο μέσω κινητών συσκευών. Εδώ, ο «τοίχος» υπάρχει παντού και πουθενά, τόσο δεμένος με την τοποθεσία όσο και απελευθερωμένος από υλικούς περιορισμούς.

Μήπως αυτό σημαίνει ότι ο ισχυρισμός του ποιητή έχει ακυρωθεί; Όχι εντελώς. Αυτό που αντέχει στην ψηφιακή εποχή είναι η αρχή της έκθεσης: η τέχνη πρέπει ακόμα να βλέπεται, να τοποθετείται και να μοιράζεται για να εκπληρώσει τον πολιτιστικό της ρόλο. Η διαφορά έγκειται στο πώς και πού συμβαίνει αυτή η έκθεση. Ο τοίχος της γκαλερί κάποτε συμβόλιζε τη νομιμότητα. Σήμερα, μια ροή στο Instagram ή μια επιμελημένη διαδικτυακή έκθεση μπορεί να εξυπηρετήσει την ίδια λειτουργία (Jurgenson, 2019). Ομοίως, η τοιχογραφία στον δρόμο ενσάρκωνε κάποτε τη δημοκρατική παρουσία. Τώρα, μια παρέμβαση επαυξημένης πραγματικότητας σε μια δημόσια πλατεία επεκτείνει αυτό το δημοκρατικό παρορμητισμό σε νέες τεχνολογικές μορφές. Αυτό που έχει μικρότερη σημασία είναι ο ίδιος ο υλικός τοίχος, και περισσότερο ο σχεσιακός τοίχος – ο χώρος, ψηφιακός ή φυσικός, όπου η τέχνη συναντά το κοινό της.


Συμπερασματικά, το όραμα του ποιητή για τον καλλιτέχνη «που (πρέπει να) τον βλέπεις στο ντουβάρι» παραμένει επίκαιρο, αν και ο ίδιος ο τοίχος έχει επανασχεδιαστεί. Η ψηφιακή Μεγάλη Έκρηξη και η άνοδος της επαυξημένης πραγματικότητας δεν έχουν διαγράψει τη σημασία της φυσικής παρουσίας, αλλά την έχουν επεκτείνει σε νέες περιοχές. 
Παρά τους μετασχηματισμούς αυτούς, η βασική αλήθεια της αρχικής μεταφοράς παραμένει σχετική. Οι καλλιτέχνες πρέπει ακόμα να διακινδυνεύουν την έκθεση τους για να εκπληρώσουν την ουσιαστική τους λειτουργία: να δημιουργούν έργα που να έχουν αντίκτυπο πέρα από την προσωπική τους βίωση και να μπαίνουν σε διάλογο με το κοινό. Το ψηφιακό σύμπαν δεν έχει εξαλείψει την ανάγκη για καλλιτεχνική έκθεση, αλλά την έχει κάνει ταυτόχρονα πιο προσβάσιμη και πιο πολύπλοκη. Υπάρχουν εκεί έξω διάφοροι «τοίχοι», ο καθένας με τους δικούς του κανόνες, τα δικά του κοινά και τις δικές του μορφές προβολής. Η πρόκληση δεν έγκειται στην αποφυγή της έκθεσης, αλλά στην επιλογή των τοίχων που θα χρησιμοποιηθούν και πώς θα διατηρηθεί η αυθεντικότητα σε διάσπαρτους ψηφιακούς χώρους.


Η διορατικότητα του ποιητή παραμένει: οι καλλιτέχνες πρέπει να συνεχίσουν να θεωρούνται σημαντικοί. Οι τοίχοι απλώς έχουν πολλαπλασιαστεί, και το να μάθεις να τους χρησιμοποιείς με νόημα έχει γίνει μια μορφή τέχνης από μόνη της. (Κ. Λ.)
 

 

 Παραπομπές

-Βάλτερ Μπένγιαμιν, 'Το έργο τέχνης στην εποχή της μηχανικής αναπαραγωγής' (1936)
για την Ελλάδα, εκδόσεις: Επέκεινα

 
-Λεβ Μανόβιτς, 'Η γλώσσα των νέων μέσων' (2001)
για την Ελλάδα, εκδόσεις: Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών

 
-Όλιβερ Γκράου, 'Virtual Art: From Illusion to Immersion' (2003)

 
-Μιουόν Κουόν, One Place After Another: Site-Specific Art and Locational Identity (2002)

 
-Νέιθαν Γιούργκενσον, The Social Photo: On Photography and Social Media (2019) 

 

 

επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)
των εικόνων συμπεριλαμβανομένων

 

26.8.25

Σαίξπηρ: τεκμήρια κρυφής πίστης και οικογενειακών συγκρούσεων

6.30' διάβασμα

 

 

 

 

Το πιθανολογούμενο μοναδικό πορτρέτο του Σαίξπηρ που φιλοτεχνήθηκε εκ του φυσικού. 
Ζωγραφισμένο την περίοδο 1600–1610, αποδίδεται στον ζωγράφο Τζον Τέιλορ. 
Ονομάζεται και «Πορτρέτο Σάντος» από τον τρίτο Δούκα του Σάντος 
που είχε το έργο υπό την κατοχή του, τον 18ο αιώνα. 


Δύο αξιοσημείωτες ανακαλύψεις τεκμηρίων έχουν έρθει στο φως πρόσφατα , ρίχνοντας νέο φως στην ασαφή ιστορία της οικογένειας Σαίξπηρ, αμφισβητώντας τις μακροχρόνια επικρατούσες υποθέσεις σχετικά με το θρησκευτικό υπόβαθρο του Βάρδου και αποκαλύπτοντας μέχρι πρότινος άγνωστες οικογενειακές διαμάχες που διήρκεσαν πολύ μετά τον θάνατό του.



Το Μυστικό της 'Τελευταίας Διαθήκης': Η Κρυφή Πίστη μιας Αδελφής

 
Σε μια πρωτοποριακή ακαδημαϊκή ανακάλυψη που έχει συνεπάρει τους ερευνητές του Σαίξπηρ παγκοσμίως, μια νέα ανάλυση ενός εγγράφου αιώνων ανανεώνει τη γνώση μας για την οικογενειακή δυναμική και τη θρησκευτική κληρονομιά του θεατρικού συγγραφέα. Το 1757, ένας χτίστης βρήκε ένα θρησκευτικό έγγραφο κρυμμένο στα δοκάρια της οικίας του Σαίξπηρ στο Στράτφορντ-απόν-Έιβον της Αγγλίας, αλλά μόλις τώρα οι μελετητές ανακαλύπτουν την πραγματική του προέλευση και σημασία.
Το ντοκουμέντο είναι ένα φυλλάδιο που περιέχει μια χειρόγραφη διακήρυξη πίστης στον Καθολικισμό που φέρει την υπογραφή «Τ. Σαίξπηρ». Για πάνω από δυόμισι αιώνες, οι ιστορικοί απέδιδαν αυτή την επικίνδυνη  ομολογία της καθολικής πίστης στον πατέρα του Γουίλιαμ, τον Τζον Σαίξπηρ. Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Shakespeare Quarterly υποδεικνύει μια ανατρεπτική εναλλακτική: το έγγραφο μπορεί να γράφτηκε από την αδελφή του Γουίλιαμ, Τζόαν Σαίξπηρ Χαρτ, η οποία αναφέρεται ονομαστικά σε μόνο επτά σωζόμενα έγγραφα από τη ζωή της, όπως δήλωσε ο μελετητής Μάθιου Στέγκλ:

«Η Βιρτζίνια Γουλφ έγραψε ένα διάσημο δοκίμιο, 'Η αδερφή του Σαίξπηρ', για το πώς μια γυναίκα σαν αυτή δεν θα μπορούσε ποτέ να ελπίζει να γίνει συγγραφέας ή να διατηρηθεί το έργο της, οπότε έχει γίνει κάτι σαν σύμβολο για όλες τις χαμένες φωνές των γυναικών της πρώιμης νεότερης εποχής. Σώζονται εκατοντάδες χιλιάδες έργα του αδελφού της, ενώ μέχρι τώρα, κανένα απολύτως, οποιασδήποτε περιγραφής, από εκείνην.»


Το χειρόγραφο, στο οποίο παρατίθεται εκτενώς ένα άγνωστο ιταλικό θρησκευτικό κείμενο του 17ου αιώνα με τίτλο «Η τελευταία διαθήκη της ψυχής», αποτελεί μια ένθερμη ομολογία πίστης και δέσμευση του συγγραφέα να πεθάνει ως καλός Καθολικός. Ήταν -εύλογα- επιμελώς κρυμμένο κατά μια εποχή που η Προτεσταντική Εκκλησία της Αγγλίας βρισκόταν ουσιαστικά σε πόλεμο με τον Καθολικισμό. «Η τελευταία διαθήκη της ψυχής» αντιπροσωπεύει μια εξαιρετική πράξη πίστης και αντίστασης, γραμμένη κατά τη διάρκεια των ταραγμένων θρησκευτικών διώξεων στην Αγγλία, όταν η δήλωση συμπάθειας προς τον Καθολικισμό μπορούσε να οδηγήσει σε φυλάκιση, οικονομική καταστροφή ή θάνατο.
Αυτή η πιθανή απόδοση στην Τζόαν Σαίξπηρ μεταμορφώνει την κατανόησή μας για το θρησκευτικό τοπίο της οικογένειας. Ενώ οι μελετητές εδώ και καιρό θεωρούσαν πιθανή μια συμπάθεια του Τζον Σαίξπηρ προς τον Καθολικισμό, η πιθανότητα η κόρη του Τζόαν να εξασκούσε ενεργά και να ομολογούσε την επικίνδυνη πίστη της προσθέτει μια νέα διάσταση στη θρησκευτική δέσμευση της οικογένειας Σαίξπηρ. Υποδηλώνει ότι η καθολική πίστη μπορεί να ήταν βαθύτερη στο νοικοκυριό από ό,τι φανταζόμασταν προηγουμένως, επηρεάζοντας ενδεχομένως την κοσμοθεωρία του νεαρού Ουίλιαμ και τα μεταγενέστερα έργα του. 
Το μυστήριο διατηρείται για αιώνες, εν μέρει, επειδή ο Γουίλιαμ Σαίξπηρ ήταν μια μυστικοπαθής προσωπικότητα, γράφει η Βιογραφία.

Ο Σαίξπηρ, που έζησε από το 1564 έως το 1616, δεν άφησε πίσω του καμία επιστολή, κανένα χειρόγραφο, λίγες μόνο μαρτυρίες από σύγχρονούς του και μόνον έξι υπογραφές, όλες γραμμένες διαφορετικά. Φαίνεται σχεδόν απίστευτο στους μελετητές και τους κριτικούς ότι ο επαρχιώτης από το Στράτφορντ-απόν-Έιβον, που δεν σπούδασε ποτέ, έγραψε 37.000 λέξεις για τα θεατρικά του έργα και πρόσθεσε περίπου 300 λέξεις στο αγγλικό λεξιλόγιο. (πες το και φθόνο)
Ωστόσο, η σπανιότητα των προσωπικών του δεδομένων δεν μειώνει καθόλου τη λάμψη της κληρονομιάς του, η οποία έρχεται σε έντονη αντίθεση με την ταπεινή και μυστηριώδη καταγωγή του.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του Σαίξπηρ είναι ασαφή. Σύμφωνα με τη Βιογραφία, πατέρας του ήταν ο Τζον, ο οποίος διαχειριζόταν ένα χαρτοφυλάκιο ως γαιοκτήμονας, δανειστής, τοπικός αξιωματούχος και κατασκευαστής γαντιών και δερμάτινων ειδών. Αντί να ακολουθήσει ανώτερη εκπαίδευση, οι γνώσεις του Σαίξπηρ αποκτήθηκαν από τις εμπειρίες της ζωής, απορροφώντας σοφία από τις δημόσιες δραστηριότητες του πατέρα του και ίσως αποκτώντας γνώσεις από τον γαμπρό του, ο οποίος ήταν γιατρός.

Η ιδέα ότι ο Σαίξπηρ διατηρούσε ξεχωριστή την επαγγελματική του ζωή στο Λονδίνο από την προσωπική του ζωή στο Στράτφορντ-απόν-Έιβον, ταιριάζει με τα πρόσφατα ευρήματα σχετικά με την αδελφή του, Τζόαν. «Αυτή η μυστικοπαθής στάση», γράφει η Βιογραφία, «μπορεί να οφείλεται στο ότι μεγάλο μέρος της οικογένειάς του ήταν γνωστοί συμπαθούντες των Καθολικών και επέλεξαν να ζήσουν ήσυχα στην προτεσταντική Ελισαβετιανή Αγγλία. Στην πραγματικότητα, ορισμένοι πιστεύουν ότι ο ίδιος ο Σαίξπηρ έλαβε την Καθολική κοινωνία στο κρεβάτι του θανάτου του.


παλιά εικονογράφηση που απεικονίζει τον Σαίξπηρ να ερμηνεύει μπροστα στην Αυλή

Ο Σαίξπηρ δεν ήταν γνωστός για την έντονη και θορυβώδη συμπεριφορά του. Αντίθετα, έφερε μια αύρα μυστηρίου, απολαμβάνοντας τη σχετική ανωνυμία που του παρείχε η ζωή στο Στράτφορντ. Μετά τον γάμο του με την Αν Χάθαγουεϊ και τη γέννηση των παιδιών τους, υπάρχει ένα κενό επτά ετών στο ιστορικό του. Αυτά είναι γνωστά ως τα «χαμένα χρόνια».

Οι εικασίες σχετικά με τα «χαμένα χρόνια» του Ουίλιαμ Σαίξπηρ ποικίλλουν ευρέως. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι μπορεί να κρυβόταν λόγω κατηγοριών για λαθροθηρία, ενώ πιο τεκμηριωμένες θεωρίες προτείνουν ότι ζούσε ως ηθοποιός και θεατρικός συγγραφέας στο Λονδίνο. Αλλά παρά αυτή την περίοδο αφάνειας, η φήμη του Σαίξπηρ άνθισε μέσα από την ποίησή του, τα σονέτα και τα θεατρικά του έργα.



Η Διαθήκη του Τόμας Νας: Μια Οικογενειακή Βεντέτα Αποκαλύπτεται

 
Μια άλλη ξεχωριστή αλλά εξίσου σημαντική ανακάλυψη, έγινε από τον ιστορικό Δρ. Νταν Γκόσλινγκ, όταν ανακάλυψε στα Εθνικά Αρχεία ένα έγγραφο του 17ου αιώνα που ρίχνει φως στις αμφιλεγόμενες συνέπειες του θανάτου του Σαίξπηρ και στις δυσάρεστες διαμάχες για την κληρονομιά του. Η διαθήκη που έκανε ο Τόμας Νας στις 25 Αυγούστου 1642 βρέθηκε σε ένα κουτί με δικαστικά έγγραφα από τον 17ο αιώνα και παλαιότερα. 


το εξώφυλλο της διαθήκης του Τόμας Νας
photo: The National Archives

η διαθήκη του Τόμας Νας
photo: The National Archives

Ο Νας ήταν παντρεμένος με την εγγονή του Σαίξπηρ, την Ελίζαμπεθ, και ζούσε στο οικογενειακό σπίτι του Σαίξπηρ στο Στράτφορντ, γνωστό ως 'Νιου Πλέις'..
Το έγγραφο, που συντάχθηκε από τον Τόμας Νας στις 25 Αυγούστου 1642, ανακαλύφθηκε από τον Δρ. Νταν Γκόσλινγκ, ο οποίος εξέταζε αταξινόμητα κουτιά που περιείχαν εκατοντάδες συμβόλαια. 
Η θέση του Τόμας Νας στο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Σαίξπηρ καθιστά αυτή την ανακάλυψη ιδιαίτερα σημαντική. Ως σύζυγος της Ελίζαμπεθ Νας (το γένος Χολ), εγγονής του Σαίξπηρ, ο Νας είχε παντρευτεί στην άμεση οικογένεια του θεατρικού συγγραφέα και ζούσε στο 'Νιου Πλέις', το σημαντικό σπίτι στο Στράτφορντ-απόν-Έιβον που ο Σαίξπηρ είχε αγοράσει το 1597 ως σύμβολο της επιτυχίας και της κοινωνικής του ανέλιξης.
Το έγγραφο δημιουργήθηκε στις 25 Αυγούστου 1642 και επικεντρώνονταν στο 'Νιου Πλέις'. Αγορασμένη από τον βάρδο το 1597, η τριώροφη κατοικία από τούβλα και ξύλο αποτελείτο από περίπου 20 δωμάτια, 10 τζάκια, μια μεγάλη αίθουσα και μια αυλή. Αναφέρεται ότι ήταν το δεύτερο μεγαλύτερο σπίτι στην περιοχή. Ο θεατρικός συγγραφέας έζησε εκεί με την οικογένειά του μέχρι τον θάνατό του το 1616.
Η διαθήκη του Νας κληροδοτούσε την ιδιοκτησία στον ξάδερφό του Έντουαρντ, αν και δεν είχε κανένα δικαίωμα να το κάνει, καθώς το σπίτι είχε αφεθεί από τον Σαίξπηρ στη μεγαλύτερη κόρη του, Σουζάνα, μητέρα της Ελίζαμπεθ. Επιπλέον, η Σουζάνα ήταν ζωντανή και ζούσε μαζί με το ζευγάρι όταν συντάχθηκε η διαθήκη.

«Είναι πιθανό ο Τόμας Νας να συνέταξε αυτή τη διαθήκη με την προσδοκία ότι θα ζούσε περισσότερο από τη Σουζάνα και την Ελίζαμπεθ», λέει ο Γκόσλινγκ. 
Ο Νας, ωστόσο, πέθανε νέος το 1647, όσο ζούσαν η Σουζάνα και η Ελίζαμπεθ, και η διαθήκη του προκάλεσε ατελείωτη σύγχυση. Μητέρα και κόρη αναγκάστηκαν να αποκτήσουν ένα νομικό έγγραφο που να βεβαιώνει το δικαίωμά τους στην περιουσία του Σαίξπηρ. Ο Έντουαρντ, με τη σειρά του, μήνυσε την Ελίζαμπεθ, επιμένοντας ότι πρέπει να τιμήσει τη διαθήκη του Νας.
Κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, προσκομίστηκε η αρχική διαθήκη του Νας – αυτή που μόλις επανεμφανίστηκε: «Η Ελίζαμπεθ έπρεπε να φέρει τη διαθήκη του συζύγου της στο δικαστήριο και να εξηγήσει γιατί δεν είχε τιμήσει τους όρους της», σημείωσε ο Γκόσλινγκ. Το έγγραφο κατέληξε στη συνέχεια στα αρχεία του δικαστηρίου και λησμονήθηκε για περίπου 150 χρόνια.
Η εμφάνιση της διαθήκης παρέχει πρωτοφανή εικόνα της πολύπλοκης οικογενειακής δυναμικής που αναπτύχθηκε μετά τον θάνατο του Σαίξπηρ το 1616. Το γεγονός ότι η διαθήκη πυροδότησε αυτό που οι ιστορικοί αποκαλούν πλέον «οικογενειακό καυγά του Σαίξπηρ» υποδηλώνει ότι η διανομή της περιουσίας του θεατρικού συγγραφέα και η διαχείριση της κληρονομιάς του απείχαν πολύ από το να είναι ομαλές. Αυτές οι διαμάχες πιθανότατα επικεντρώθηκαν στο ίδιο το 'Νιου Πλέις', το οποίο αντιπροσώπευε όχι μόνο πολύτιμη ιδιοκτησία, αλλά και τη φυσική ενσάρκωση των κοινωνικών φιλοδοξιών και της λογοτεχνικής επιτυχίας του Σαίξπηρ.



Ιστορικό Πλαίσιο και Επιπτώσεις

 
Αυτές οι ανακαλύψεις έρχονται σε μια κρίσιμη στιγμή στη μελέτη του Σαίξπηρ, καθώς οι ιστορικοί αναγνωρίζουν όλο και περισσότερο την πολυπλοκότητα της οικογενειακής ζωής στην Ελισαβετιανή και Ιακωβιανή εποχή, ιδιαίτερα όσον αφορά τη θρησκευτική ταυτότητα και την κληρονομιά της περιουσίας. Η καθολική διαθήκη, είτε συντάχθηκε από τον Τζον είτε από την Τζόαν Σαίξπηρ, παρέχει απτά στοιχεία για τις θρησκευτικές δεσμεύσεις της οικογένειας κατά μια περίοδο που τέτοιες πεποιθήσεις ενείχαν τεράστιο προσωπικό κίνδυνο.
Η επιμονή της καθολικής πίστης στην οικογένεια του Σαίξπηρ προσθέτει βάρος στα ακαδημαϊκά επιχειρήματα σχετικά με τα θρησκευτικά θέματα στα έργα του Ουίλιαμ. Πολλά από τα έργα του επιδεικνύουν μια εκλεπτυσμένη κατανόηση της καθολικής θεολογίας, της τελετουργίας και της ηθικής φιλοσοφίας που εκτείνεται πέρα από την απλή ακαδημαϊκή γνώση. Η ύπαρξη ενεργών καθολικών στον άμεσο οικογενειακό του κύκλο υποδηλώνει ότι αυτές οι επιρροές μπορεί να ήταν βαθιά προσωπικές και όχι απλώς διανοητικές.
Ομοίως, η διαθήκη του Τόμας Νας αποκαλύπτει πώς ο θάνατος του Σαίξπηρ δημιούργησε συνεχιζόμενες επιπλοκές για τους απογόνους του. Οι διαμάχες για την περιουσία και την κληρονομιά αντικατόπτριζαν τις ευρύτερες κοινωνικές εντάσεις της περιόδου, όπου η λογοτεχνική φήμη δεν είχε αναπτυχθεί πλήρως ως έννοια, και ο οικογενειακός πλούτος παρέμενε κυρίως συνδεδεμένος με τα ακίνητα και την κοινωνική θέση.

Εν κατακλείδι, τα κρυμμένα έγγραφα μας θυμίζουν ότι πίσω από τη δημόσια εικόνα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ κρυβόταν μια πολύπλοκη οικογενειακή ιστορία πίστης, σύγκρουσης και της διαχρονικής δύναμης των «επικίνδυνων» πεποιθήσεων. (Κ. Λ.)


ⓘ η μετάφραση των παραθέσεων είναι πρωτότυπη 
και υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα

 

έρευνα-επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)


7.8.25

Προυστ και Σελίν, η παρακαταθήκη των 'Παιδιών του Αιώνα'*

 8' διάβασμα




 

Στον λαβύρινθο της λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα, δύο φιγούρες ξεχωρίζουν με τη μοναδικότητά τους: ο Μαρσέλ Προυστ (1871–1922), και ο Λουί-Φερντινάν Σελίν (1894–1961). Με πρώτη ματιά, φαίνονται να αποτελούν ένα αντιθετικό δίπολο. Ο πρώτος, αριστοκράτης του πνεύματος και της κοινωνίας, εκπρόσωπος μιας παρακμάζουσας μπουρζουαζίας· ο δεύτερος, γιατρός των φτωχογειτονιών, χρονικογράφος της εξαθλίωσης. Ωστόσο, κάτω από τις επιφανειακές διαφορές, μια κοινή ευαισθησία τους ενώνει, καθιστώντας τους αυθεντικά παιδιά της εποχής τους.

Το άρθρο -το οποίο αποτελεί τη συντετμημένη μορφή μιας εκτενούς μελέτης, δεν πραγματεύεται αυτή τη φορά έργα και ημέρες φωτογράφων, αλλά εξετάζει τις βαθιές διαφορές των δύο συγγραφέων - κοινωνική προέλευση, ιδεολογικές επιλογές, στυλιστική προσέγγιση - και επικεντρώνεται στην κοινή τους ευαισθησία απέναντι στην κρίση της εποχής. Και οι δύο μοιράζονται την αντίληψη της κατάρρευσης των παραδοσιακών αξιών, την εμμονή με τη μνήμη και το χρόνο, και την αναγνώριση της σωματικής και κοινωνικής αποσύνθεσης ως χαρακτηριστικά της μοντερνικότητας.

 

 

αριστερά ο Σελίν, δεξιά ο Προυστ

Ο Προυστ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1871, στους κόλπους της παριζιάνικης αστικής τάξης, σε έναν κόσμο σαλονιών και πνευματικών συζητήσεων. Η οικογένειά του του, ήταν γιος ενός καθηγητή ιατρικής και της εξαιρετικά μορφωμένης κόρης ενός πλούσιου χρηματιστή, παρείχε την πολυτέλεια της μόρφωσης και του ελεύθερου χρόνου. Αντίθετα, ο Σελίν -το πραγματικό του όνομα ήταν Λουί Ντετούς- προήλθε από λαϊκό περιβάλλον, γιός ενός μικροασφαλιστή και μιας εμπόρου δαντέλας που πάλευαν για την επιβίωση. Γεννήθηκε στο Κουρμπεβουά το 1894, πολύ μακριά από τις κομψές γειτονιές όπου είχε μεγαλώσει ο μεγαλύτερός του επιφανής: στο 'Θάνατος με δόσεις' περιγράφει μια άθλια νεότητα που πέρασε σε ένα «κώδωνα απομόνωσης», το καλυμμένο πέρασμα 'Πασάζ Σουαζέλ' στο Παρίσι. Μέτριος μαθητής, έλαβε μια στοιχειώδη εκπαίδευση και στη συνέχεια έκανε διάφορες ευκαιριακές δουλειές. 

 

 

Ο Λουί Ντετούς, σε ηλικία έξι ετών, 
επιδεικνύει το πρώτο του μετάλλιο από το δημοτικό σχολείο.
 

Ο Προυστ, στην ίδια ηλικία, είχε λαμπρές ακαδημαϊκές επιδόσεις. Σε ηλικία είκοσι ετών, ο Ντετούς πήγε στο μέτωπο. Ήταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τραυματίζεται σοβαρά σε μια παράτολμη αποστολή στις 27 Οκτωβρίου 1914. Τι έκανε ο Προυστ όταν ήταν νέος; Έγραψε διηγήματα και ποιήματα - τα οποία συγκεντρώνονται σήμερα στο 'Ηδονές και Μέρες' - και ένα ημιτελές μυθιστόρημα, το 'Ζαν Σαντέιγ', και σύχναζε στην υψηλή κοινωνία του Παρισιού. Πέρασε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο παριζιάνικο διαμέρισμά του που ήταν επενδυμένο με φελλό, γράφοντας και ξαναγράφοντας το 'Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο', ο πρώτος τόμος του οποίου, 'Από τη μεριά του Σουάν', εκδόθηκε το 1913. Η εύθραυστη υγεία του του επέτρεψε να αποφύγει την επιστράτευση.

 

Ο Προυστ την εποχή της εθελοντικής του θητείας. 
Προλαβαίνοντας την κλήση του στο στράτευμα, 
θα εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία 
στο 76ο Σύνταγμα Πεζικού στην Ορλεάνη, το 1889-1890.
Λουί-Φερντινάν Σελίν με τη στολή 
του 12ου Συντάγματος Βαρέος Ιππικού. Γαλλία, 1914

Αυτή η διαφορά στο κοινωνικό υπόβαθρο σφράγισε βαθιά τη θεματολογία και την προσέγγισή τους.
Όπου ο Προυστ εξερευνά τα σαλόνια του Φωμπούρ Σαιν-Ζερμαίν και τις λεπτές αποχρώσεις της κοινωνικής ιεραρχίας, ο Σελίν βυθίζεται στα περιθώρια, στις φτωχογειτονιές του Παρισιού και της αποικιακής Αφρικής. Η γεωγραφία της μνήμης του πρώτου περιλαμβάνει κήπους και μπουντουάρ· του δεύτερου, νοσοκομεία και υπόγεια.
Η ιδεολογική τους απόσταση είναι εξίσου χαώδης. Ο Προυστ, παρά τις μελαγχολικές του διαπιστώσεις για την παρακμή της αριστοκρατίας, παραμένει δεμένος με τις αξίες ενός κόσμου που παρατηρεί να χάνεται. Η πολιτική του διάσταση είναι διακριτική, σχεδόν αθώα. Υπήρξε ο συγγραφέας της απόσυρσης, της εσωστρέφειας και της πολυτελούς γλώσσας· το ύφος του χαρακτηρίζεται από μακροπερίοδες προτάσεις και μια αδυναμία απέναντι στις λεπτομέρειες που συνθέτουν το φευγαλέο.¹

Ο Σελίν, αντίθετα, αγκαλιάζει με βίαιο τρόπο τις ακραίες ιδεολογίες της εποχής του, φτάνοντας μέχρι την αντισημιτική προπαγάνδα και την συνεργασία με τους Ναζί. Το 1944, μπροστά στην επικείμενη ήττα της Γερμανίας, θεώρησε συνετό να εγκαταλείψει τη Γαλλία. Βρήκε καταφύγιο στο κάστρο του Σίγκμαρινγκεν, προτού διαφύγει στη Δανία, όπου φυλακίστηκε.



Ο Σελίν τον Μάιο του 1947. 
Η φυγή από τη Γαλλία στη Δανία μέσω της Γερμανίας 
θα εμπνεύσει την υπέροχη επική τριλογία 'Από κάστρο σε κάστρο' - Βόρειο Ριγκοντόν.

Στυλιστικά, οι διαφορές είναι εξίσου εμφανείς. Ο Προυστ χτίζει εκτεταμένες, μελωδικές προτάσεις που εκτυλίσσονται σαν μουσικές φράσεις. Η γλώσσα του είναι εκλεπτυσμένη, πλούσια, γεμάτη λογοτεχνικές αναφορές. Ο Σελίν σπάει την κλασική σύνταξη, εισάγει την αργκό του δρόμου, δημιουργεί έναν εκρηκτικό, ασυνήθιστο ρυθμό που μιμείται τη βία της καθημερινότητας. Η γλώσσα του είναι ρηξικέλευθη: κοφτή, προφορική, διαποτισμένη από λαϊκά ιδιώματα και συναισθηματικές εκρήξεις.² Ενώ ο Προυστ γράφει με το «ασημένιο κουτάλι», ο Σελίν «γράφει με στιλέτο», όπως εύστοχα σημειώνει ο Αντουάν Κομπανιόν.³



Το σχόλιο του Σελίν «Αν δεν ήταν Εβραίος, κανείς δεν θα μιλούσε γι’ αυτόν» δεν είναι μόνο ένδειξη προσωπικής εμπάθειας. Φανερώνει την ιδεολογική ρήξη δύο κόσμων: της ανεκτικότητας και του κοσμοπολιτισμού του Προυστ, απέναντι στον συντηρητισμό, την ξενοφοβία και τον κυνισμό του Σελίν.


Και για τους δύο, υπήρχε μόνο ένα πράγμα που έκανε αυτή την ιδιοσυγκρασιακή ζωή τους υποφερτή και άξια να τη ζουν: η συγγραφή - και οι δύο μοιραζόταν τη μελαγχολική διάθεση και τον ζήλο για δουλειά. Στην ηλικία των τριάντα οκτώ ετών, το 1932, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Προυστ, ο δρ. Ντετούς, άγνωστος στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Σελίν το πρώτο του μυθιστόρημα, 'Ταξίδι στην άκρη της νύχτας' ⠁υπήρξε το αριστούργημά του, μια βίαιη, σκοτεινή και συχνά σαρκαστική τοιχογραφία του σύγχρονου κόσμου. Αναφέρει ρητά μόνο έναν συγγραφέα: τον συγγραφέα του 'Αναζητώντας'. «Ο Προυστ, μισοτρελαμένος ο ίδιος, χάθηκε με εξαιρετική επιμονή στην άπειρη, διαλυτική ματαιότητα των τελετουργιών και των διαδικασιών που στριφογυρίζουν γύρω από τους κοσμικούς, ανθρώπους του κενού, φαντάσματα των επιθυμιών, αναποφάσιστους οργιαστές που περιμένουν πάντα τον Βαττώ τους, μικρόψυχους αναζητητές απίθανων Κυθήρων. Αλλά η κυρία Ερότ, λαϊκή και ουσιαστική από καταγωγή, κρατιέται στη γη από τις ωμές ορέξεις της, ανόητες και ακριβείς», γράφει, μιμούμενος το εκλεπτυσμένο ύφος του Προυστ.
 

Γι' αυτό ακριβώς μιλάει ο Προυστ και τοποθετείται στο αντίθετο άκρο του φάσματος από αυτόν τον λεπτό, κοσμογυρισμένο συγγραφέα, ο οποίος περιγράφει με εξαιρετική λεπτότητα τις λειτουργίες της επιθυμίας και της ζήλιας. «Ο Προυστ εξηγεί πολλά για τα γούστα μου - 300 σελίδες για το πως ο Τουτούρ πηδάει τον Τατάβ* είναι πάρα πολύ», διαβεβαίωνε σε μια επιστολή του προς τον φίλο του Μίλτον Χίντους. Δεν υπήρχε περίπτωση να χαθεί στην ψυχολογική ανάλυση! Εξόρισε αυτά τα «πράγματα της ψυχής», των οποίων η «ασπόνδυλη συμπεριφορά» «παράγει περισσότερους ηλίθιους, υποτακτικούς και βαρετούς ανόητους (...) από όλες τις πανούκλες ενός αιώνα». Όπως ακριβώς διασπά τις μακροσκελείς προτάσεις στις οποίες ο Προυστ αποτύπωνε τις αποχρώσεις, με παύλες, παρενθέσεις και καταιγιστικές δευτερεύουσες προτάσεις: «Πριν από λίγο, αναλύοντας τον εαυτό μου, σκέφτηκα ότι αυτός ο χωρισμός χωρίς να ξαναδούμε ο ένας τον άλλον ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα, και συγκρίνοντας τη μετριότητα των απολαύσεων που μου πρόσφερε η Αλμπερτίν με τον πλούτο των επιθυμιών που μου στέρησε συνειδητοποιώντας (και στην οποία η βεβαιότητα της παρουσίας της στο σπίτι μου, η επιβολή της ηθικής μου κλίμακος, της είχε επιτρέψει να καταλάβει το προσκήνιο στην ψυχή μου [...] Είχα βρεί τον εαυτό μου λεπταίσθητο, είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν ήθελα πια να τη βλέπω, ότι δεν την αγαπούσα πια», γράφει, για παράδειγμα, για να περιγράψει το τρομερό σοκ που προκάλεσε στον αφηγητή η φυγή της αγαπημένης του. Ο Σελίν ξεχωρίζει από αυτή την κομψή γλώσσα. Σμιλεύει τους στίχους του για να μεταφέρει το συναίσθημα του προφορικού λόγου: «Έτσι ξεκίνησε. Δεν είπα ποτέ τίποτα. Τίποτα. Ήταν ο Αρτύρ Γκανάτ που με έκανε να μιλήσω. Ο Αρτύρ, μαθητής, τουφεκιοφόρος επίσης, σύντροφος», λέει στην αρχή του "Ταξιδιού".

Διαπιστώνουμε πως και στυλιστικά, οι διαφορές είναι εξίσου εμφανείς. Ο Προυστ χτίζει εκτεταμένες, μελωδικές προτάσεις που εκτυλίσσονται σαν μουσικές φράσεις. Η γλώσσα του είναι εκλεπτυσμένη, πλούσια, γεμάτη λογοτεχνικές αναφορές. Ο Σελίν σπάει την κλασική σύνταξη, εισάγει την αργκό του δρόμου, δημιουργεί έναν εκρηκτικό, ασυνήθιστο ρυθμό που μιμείται τη βία της καθημερινότητας.
« Μπράουμ! Βρούμ!... Μεγάλος χαλασμός! Όλος ο δρόμος καταρρέει στην άκρη του νερού... Η Ορλεάνη καταρρέει και κεραυνός πέφτει στο Γκραν Καφέ... Ένα τραπέζι με βάση, σαλπάρει και σχίζει τον αέρα... Μαρμάρινο πουλί... στροβιλίζεται, συντρίβει το απέναντι παράθυρο με χίλια θραύσματα...» έγραψε για να προλογίσει την μπάντα του Γκινιόλ.



η μπάντα του Γκινιόλ

Αλλά (πάντα υπάρχει ένα 'αλλά') παρά τις ραγδαίες διαφορές, μια βαθιά ευαισθησία ενώνει τους δύο συγγραφείς. Και οι δύο είναι παιδιά μιας εποχής κρίσης, μάρτυρες της κατάρρευσης των παραδοσιακών αξιών. Ο Προυστ παρατηρεί τη διάλυση του κόσμου της αριστοκρατίας και της μπουρζουαζίας που γνώρισε· ο Σελίν ζει την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και την απανθρωποποίηση του πολέμου.
Η κοινή τους ευαισθησία εκφράζεται πρωτίστως στη σχέση τους με το χρόνο και τη μνήμη. Ο Προυστ, μέσα από το 'Αναζητώντας', εξερευνά τους μηχανισμούς της μνήμης και την ικανότητά της να ανασυγκροτεί έναν κόσμο που χάθηκε. Ο Σελίν, μέσα από το 'Ταξίδι στο Τέλος της Νύχτας' και τα μυθιστορήματά του για τον πόλεμο, καταγράφει με ωμότητα την καταστροφή κάθε αυταπάτης.

Και οι δύο συγγραφείς εκπροσωπούν τη διπλή φύση της μοντερνικότητας: την αναζήτηση νέων εκφραστικών μέσων παράλληλα με τη νοσταλγία για έναν χαμένο κόσμο. Ο Προυστ επινοεί νέες λογοτεχνικές τεχνικές για να αποτυπώσει την εσωτερική πραγματικότητα, ενώ θρηνεί για την παρακμή του πολιτισμού. Ο Σελίν καινοτομεί ριζικά στη γλώσσα και τη δομή, ενώ παραμένει προσκολλημένος σε μια ιδεαλιστική εικόνα του παρελθόντος.
Η ευαισθησία τους εκδηλώνεται επίσης στην κοινή τους εμμονή με το σώμα και την ασθένεια. Ο Προυστ, άρρωστος και (οικειοθελώς) απομονωμένος, μετατρέπει την ασθένεια σε πηγή έμπνευσης· ο Σελίν, γιατρός των φτωχών, αντιμετωπίζει καθημερινά τη σωματική δυστυχία. Και οι δύο βλέπουν στην αποσύνθεση του σώματος το σύμβολο μιας ευρύτερης κοινωνικής κρίσης.



Σελίν

Μαρσέλ Προυστ, π. 1895
φωτο: Ότο Βέγκενερ

Το σχόλιο του Σελίν «Αν δεν ήταν Εβραίος, κανείς δεν θα μιλούσε γι’ αυτόν»⁴ δεν είναι μόνο ένδειξη προσωπικής εμπάθειας. Φανερώνει την ιδεολογική ρήξη δύο κόσμων: της ανεκτικότητας και του κοσμοπολιτισμού του Προυστ, απέναντι στον συντηρητισμό, την ξενοφοβία και τον κυνισμό του Σελίν. Το σχόλιο αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ακόμη και ο Σελίν αναγνώριζε, έστω σιωπηρά, τη λογοτεχνική επιρροή του Προυστ· ή, τουλάχιστον, τον αισθανόταν ως απειλή ή μέτρο σύγκρισης.
Κι όμως, παρά τις χαώδεις αντιθέσεις τους, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής που καθιστά και τους δύο «παιδιά του αιώνα». Είναι η κοινή τους ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, στην απώλεια, στον χρόνο που καταλύει την ύπαρξη. Ο Προυστ διαχειρίζεται τον χρόνο μέσα από την ανάμνηση· ο Σελίν μέσα από την αποσύνθεση. Και οι δύο, ωστόσο, εμμένουν στην αποτύπωση του εφήμερου, είτε μέσα από τη νοσταλγία είτε μέσα από τη ματαίωση. Επιπλέον, και οι δύο γράφουν ενάντια στη ροή· δημιουργούν νέες μορφές έκφρασης, επεκτείνοντας τα όρια του γλωσσικού και λογοτεχνικού μέσου ⁵ και μοιράζονται την ίδια τραγική ευαισθησία: την αντίληψη ότι ο κόσμος όπως τον γνώριζαν καταρρέει ανεπιστρεπτί. Και οι δύο, με διαφορετικό τρόπο, διαγνώσκουν αυτήν την κρίση του σύγχρονου ανθρώπου και προσφέρουν τη λογοτεχνία ως μέσο επιβίωσης και κατανόησης- παρά την παρέκκλιση του Σελίν προς την ιδεολογική ακρότητα- και δημιουργούν τη μοντέρνα αφήγηση.
Διότι, όπως επισημαίνει ο φιλόσοφος Ζιλ Ντελέζ, «η δραστηριότητα της γραφής δεν έχει καμία σχέση με τον εαυτό μας.
(...) Γράφεις επειδή κάτι από τη ζωή περνάει μέσα από εσένα. (...) Το να γράφεις (...) σημαίνει να κάνεις ό,τι θέλεις, εκτός από το να αρχειοθετείς. (...) Αν κάποιος δεν ενδιαφέρθηκε για την παιδική του ηλικία, αυτός είναι ο Προυστ, για παράδειγμα.» Ή ο Σελίν. Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή τους ήταν απλώς αφορμές για να προσπαθήσουν να δουν τα πράγματα πιο καθαρά. Και έτι περαιτέρω.

Αυτή είναι η κοινή ευαισθησία που τους ενώνει: η ικανότητα να μετατρέψουν τον πόνο σε τέχνη, την παρακμή σε ποίηση, τη συνθλιπτική αλήθεια σε λογοτεχνική αποκάλυψη. Αυτή η κοινή ευαισθησία τους καθιστά αυθεντικούς εκπροσώπους του εικοστού αιώνα, αιώνα που γεννήθηκε από την καταστροφή των βεβαιοτήτων και κληρονόμησε την ανάγκη να επινοήσει νέους τρόπους κατανόησης του κόσμου. 
Είναι πράγματι παιδιά του αιώνα· όχι γιατί τον εξύμνησαν, αλλά γιατί τον έκαναν λογοτεχνία. Έκαναν το Μεγάλο Γαλλικό Μυθιστόρημα. (Κ. Λ.)

 

 

ⓘ η μετάφραση των αποσπασμάτων είναι πρωτότυπη 

και υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα 



Παραπομπές

* Ο όρος υποδηλώνει γενικά ανθρώπους που έζησαν και επηρεάστηκαν από τις ιδέες 
και τα γεγονότα ενός συγκεκριμένου αιώνα, ιδιαίτερα του 19ου αιώνα

** "Τουτούρ" = Αρτύρ, "Τατάβ" = Γκυστάβ
παιδική εκφορά λόγου

 1.   Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο (Εστία , 2011).

 2.   Λουί-Φερντινάν Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (Εστία, 2009).

 3.   Αντουάν Κομπανιόν, Un été avec Proust (Équateurs, 2013), 88.

 4.   Βλ. Άλις Κάπλαν, Ο άνθρωπος του εχθρού: Η δίκη και η εκτέλεση του Ρομπέρ Μπραζιγιάκ 
(Modern Times, 2006), όπου αναφέρεται το αντισημιτικό υπόβαθρο των λόγων του Σελίν.

 5.   Μάικλ Λούσι, What it Means to Be Avant-Garde: Céline, Proust, and the Invention of Modern Narrative 
(Ithaca: Cornell University Press, 1995), 102–134.



επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)

28.5.25

νέον, η μυθολογία του φωτός που τρεμοπαίζει

 

 

6' διάβασμα



© Κ. Λ. - © periopton


Από καιρό συνδεδεμένο με στριπτιτζάδικα και φτηνά μοτέλ, το νέον έχει επίσης αποδειχθεί ένα σαγηνευτικό μέσο για τους καλλιτέχνες. Παρά την κακόφημη ιστορία του, η αγάπη για τη χαρακτηριστική λάμψη του παραμένει αμείωτη.


Είναι αναμενόμενο. Τραβάς φωτογραφίες για να καταγράψεις πράγματα - το Παρίσι στην περίπτωση του Λεόν Ζιμπέλ στις αρχές του εικοστού αιώνα, το ατμοσφαιρικό τοπίο μιας 'νέον' νυχτερινής Νέας Υόρκης στην περίπτωση του Ανδρέα Φάινινγκερ τις δεκαετίες του 1940/50 - και αυτά τα ντοκουμέντα αποκτούν στη συνέχεια μια ελεγειακή ποιότητα.
Αυτό που είναι εξαιρετικό είναι η ταχύτητα με την οποία συμβαίνει αυτό, η συντομία του «τότε». Από τη στιγμή που οι εικόνες αναδύονται στη λεκάνη εμφάνισης ή εμφανίζονται στην οθόνη -ακόμη και, ενδεχομένως, τη στιγμή που πατιέται το κλείστρο- εμπεριέχουν τον τρόπο με τον οποίο θα τις δούμε στο μέλλον.
Βέβαια η αντικατάσταση του φωτισμού νέον με LED  προσδίδει μια νεοαρχαιολογική διάσταση στο παρόν άρθρο. Αυτό συνάδει με τη γενικότερη τάση κατά την οποία τα συστατικά του μοντερνισμού γίνονται πηγή θρήνου.
Όμως εξακολουθούμε να πιστεύουμε. Όταν εδώ και εκεί εντοπίζεις μερικά φανταστικά απομεινάρια νέον, που παραμονεύουν χλωμά, λούζοντας το λυκόφως ενός έρημου δρόμου με μια ήρεμη και ήσυχη λάμψη, μοιάζουν με καταφύγιο, με πηγή ήρεμης περισυλλογής.



Λεόν Ζιμπέλ π. 1925

place Blanche, π.1929

τα φώτα της Times Square, 1957
photo: Andreas Feininger

Times Square, 1957
photo: Andreas Feininger

Το νέον αναβοσβήνει με πολλαπλά παράδοξα: μοντέρνο αλλά και υποβαθμισμένο, απρόσωπο αλλά και χειροποίητο, φωτεινό αλλά και μελαγχολικό. Υπόσχεται, όπως παρατηρούν τόσο ο Ίζενσταντ όσο και ο Τσάντλερ, αλλά δεν εκπληρώνει. Υποδηλώνει τη σωματική απόλαυση, αλλά είναι ανέγγιχτη και εύθραυστη. Είναι ταυτόχρονα ζεστό και κρύο. Μπορεί να έχει μια συγγένεια με τη βροχή, τις αντανακλάσεις και τους άδειους δρόμους, αλλά ο Ίζενσταντ αναφέρει την καταλληλότητά του για την έρημο, όπου τα χρώματα φαίνονται ξεπλυμένα κατά τη διάρκεια της ημέρας και μια πόλη μπορεί να ζωντανέψει τη νύχτα. Αυτή η τελευταία ιδιότητα μπορεί να συναχθεί από το 'Κάθε κτίριο στο Σάνσετ Στριπ', το φωτομοντάζ του Εντ Ρούσα από το 1966, το οποίο περιλαμβάνει μη φωτισμένες επιγραφές νέον για να αποτιμήσει την ασήμαντη καθημερινότητα μιας μεγάλης εμπορικής αρτηρίας του Λος Άντζελες κατά τη διάρκεια της ημέρας.



κάθε κτίριο στη Σάνσετ Στριπ, Εντ Ρούσα -1966

Εκτός όμως από μέρος του αστικού χώρου, το νέον μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αναδιαμορφώσει το περιβάλλον. Όταν πέφτει το βράδυ σε οποιαδήποτε πόλη και όλα τριγύρω γίνονται ασαφή , η θέα του νέον υποδηλώνει νυχτερινή ζωή, ακόμη και αν από κοντά αποδειχθεί ότι πρόκειται για πινακίδα  τσαγκάρη. Αυτό ισχύει και στις τροπικές νύχτες της Κόστα Ρίκα, και συγκεκριμένα στο Κι Λάργκο, «το διαβόητο κλαμπ για βραδινό όπου δεν μπορείς να δειπνήσεις», σύμφωνα με τον Ντένις Τζόνσον στο βιβλίο 'The Stars at Noon'. «Βρίσκεται πίσω από το δρόμο, λίγες μόνο πόρτες πιο κάτω από το ξενοδοχείο Άμστελ, μέσα στη δική του μικρή ομιχλώδη ζούγκλα, με την πιο μοναχική πράσινη νέον πινακίδα στη γη να γαντζώνεται στη γωνία του κτιρίου». Και έπειτα υπάρχει η συγκεχυμένη ποίηση του φωτισμού νέον στη βροχή, όπως αποτυπώνεται στις λυρικές εικόνες της Νέας Υόρκης του Σολ Λάιτερ. Ό,τι είναι στερεό λιώνει σε μια υγρή θολούρα από "βρώμικα" κόκκινα και ομιχλώδη πράσινα. Αν τίποτα δεν είναι πιο όμορφο στη βροχή από το νέον, αυτό δεν σημαίνει ότι το νέον δεν είναι ποτέ πιο όμορφο από τη βροχή. Επιπλέον, έλαμπε πιο έντονα τη νύχτα. 



Μικρό μπαρ της γειτονιάς που ονομάζεται «Harry's Bar» φωτισμένο τη νύχτα
52η οδός και 7η Λεωφόρος στην περιοχή του κέντρου, Νέα Υόρκη, 1946
photo: Andreas Feininger

photo: Σολ Λάιτερ

Το φυσικό χρώμα του νέον είναι κόκκινο. Το ίδιο το νέον είναι αόρατο - περιέχεται μάλιστα σε κάθε αναπνοή μας. Είναι ένα από τα αδρανή «ευγενή» αέρια που αποτελούν ένα μικρό κλάσμα της γήινης ατμόσφαιρας, μαζί με τα αργό, κρυπτόν και ξένον. Οι Βρετανοί χημικοί Γουίλιαμ Ράμσεϊ και Μόρις Τρέιβερς εντόπισαν και απομόνωσαν το αέριο νέον («νέο») τον Ιούνιο του 1898, γεμίζοντας με αυτό έναν γυάλινο σωλήνα και διοχετεύοντας μέσω αυτού ηλεκτρικό ρεύμα για να αποκαλύψουν το φάσμα του. Όπως αναφέρει ο Κριστόφ Ρίμπατ στο βιβλίο του Flickering Light: A History of Neon (2013), έμειναν κατάπληκτοι όταν ο σωλήνας έλαμψε με «μια φλόγα πορφυρού χρώματος». Αφού σταμάτησαν λίγο για να θαυμάσουν αυτή την απροσδόκητη ιδιότητα του αερίου, σημείωσαν το «υπέροχο φάσμα» του και προχώρησαν.



σωλήνας νέον (λεπτομέρεια)
© periopton

Το αέριο αξιοποιήθηκε για τον φωτισμό νέον περισσότερο από μια δεκαετία αργότερα από τον παρισινό χημικό Ζορζ Κλοντ, ο οποίος καθόρισε ποια διάμετρος του σωλήνα παρήγαγε το πιο έντονο φως και έλυσε τα τεχνικά προβλήματα που εμπόδιζαν την εμπορική εφαρμογή. Ο Κλοντ πειραματίστηκε επίσης με τα χρώματα που παρήγαγαν άλλα ευγενή αέρια - μπλε-μωβ από το αργό, για παράδειγμα, και ένα πιο ωχρό μπλε από το ξένο.
Ο σωλήνας του Κλοντ παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο κοινό στο Λούνα Παρκ, το λούνα παρκ του Παρισιού που θα γινόταν τόσο δημοφιλές στους σουρεαλιστές, το 1911. Η πρώτη εμπορική πινακίδα που χρησιμοποιούσε φώτα νέον τοποθετήθηκε στο Palace-Coiffeur ένα σημαντικό κομμωτήριο, με προσωπικό είκοσι πέντε από τους καλύτερους τεχνίτες του Παρισιού στη συνοικία Μονμάρτρη το 1913 και η πρώτη διαφήμιση - για την Cinzano - εμφανίστηκε σε ταράτσα  τον επόμενο χρόνο. Αν και πολλοί σύγχρονοι κριτικοί περιφρόνησαν το νέον για τη χυδαιότητά του, γνώρισε μεγάλη άνθηση κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και του '30, την πρώτη και πιο αληθινή χρυσή εποχή του. Αλλά μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η εικόνα του έχασε κάτι από τη λάμψη της.
Από τη δεκαετία του 1940 και μετά, η φωτεινή επιγραφή νέον αποτέλεσε βασικό στοιχείο του νουάρ και των απεικονίσεων της αστικής διαφθοράς και βίας. Ο δοκιμιογράφος Γιόακιμ Κάλκα επισημαίνει ότι το νέον συνδέεται με τη βροχή, όπως το φως του γκαζιού με την ομίχλη. Εμφανίζεται συχνά στις φωτογραφίες του Γουίτζι (Άρθουρ Φέλιγκ), τόσο ως φόντο σε σκηνές εγκλήματος όσο και ως κύριο γεγονός. Ο Φίλιπ Μάρλοου, ο αρχετυπικός σκληροπυρηνικός ντετέκτιβ του Ρέιμοντ Τσάντλερ, λέει στο επεισόδιο Η μικρή αδελφή (1949): "Θα έπρεπε να υπάρχει ένα μνημείο για τον άνθρωπο που εφηύρε τα φώτα νέον. Δεκαπέντε ορόφων, αποκλειστικά μαρμάρινο. Κάποιος που πραγματικά έφτιαξε κάτι από το τίποτα".
«Το νέον απλά υποσχόταν πάρα πολλά», γράφει ο Σάντι Ίζενσταντ στο δοκίμιο «Los Angeles After Dark». «Η ακλόνητη μεταμεσονύκτια αισιοδοξία του αποδείχτηκε ότι ήταν απλώς άλλη μια παγιωμένη πώληση φτηνού εμπορεύματος».
 

Σ' αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι επιγραφές των μοτέλ, αυτής της τοτεμικής εικόνας αναπόσπαστο στοιχείο τηςAmericana  κουλτούρας. Το ειδοποιό στοιχείο σε αυτό ήταν το νέον: το φως της καθαρής υπόσχεσης («VACANCY») που συμβίβαζε την ταπεινή ανάγκη παροχής στέγης με τη γοητεία του μαγικού βασιλείου του νέον.

 


© Κ. Λ. - © periopton

Το πρώτο μοτέλ άνοιξε στην Καλιφόρνια το 1925, αλλά η ακμή αυτών των ξενοδοχείων για τους αυτοκινητιστές συνέπεσε με τη μεταπολεμική περίοδο της αμερικανικής ευημερίας. Ειδικά τη δεκαετία του 1960, το μοτέλ έγινε η αρχιτεκτονική προέκταση κάτι που φαίνεται σχεδόν αδιανόητο μόνο εκ των υστέρων: Η αίγλη του ταξιδιού. Πίσω στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, το γωνιώδες πυρετώδες όνειρο και η καμπυλωτή δίνη των ονομάτων των μοτέλ/καζίνο συνδύασαν μια έκρηξη τεχνολογικών δυνατοτήτων -πυραυλική ενέργεια, ατομική ενέργεια- με ένα φάσμα πολιτιστικών υπαινιγμών και γυμνών εγυήσεων.
Αλλά και το αυτοκίνητο που οδηγούσες μπορεί κάλλιστα να ήταν διακοσμημένο με τα πτερύγια ενός τζετ ή ενός διαστημόπλοιου που πετούσε χαμηλά.
Το τοπίο πάνω στο οποίο στήθηκαν αυτές οι ψευδαισθήσεις προσφερόταν τέλεια για την ονειρική εποχή της Αμερικής. Η πόλη είναι τόσο επίπεδη όσο ο αυτοκινητόδρομος που οδηγείς για να την προσεγγίσεις.


 

επιγραφή μοτέλ στην Τάλσα, Οκλαχόμα

Εν τω μεταξύ, αν και ξεπεσμένος πλέον ο κόσμος των μοτέλ, είναι δελεαστικό να πάμε σε μια παρωδιακή σημειωτική διαδικασία και να βιαστούμε να εισέλθουμε στη σφαίρα του καθαρού σημείου, που αρμενίζει ελεύθερο από το σημαίνον του. Αν η μύτη προσαρμοζόταν γρήγορα στη συγκάληψη υπο-οσμής που συνδεόταν -πιθανόν- και με το κλιματιστικό, το μάτι χρειαζόταν περισσότερο χρόνο για να συμβιβαστεί με το κάλυμμα του κρεβατιού, τον ύποπτο νιπτήρα, το ξεφτισμένο χαλί - όλα σε ανελέητη θέα χάρη στον φωτισμό που ήταν το αντίθετο του νέον.
Ο Τομ Γουλφ επεσήμανε ότι το καθοριστικό αρχιτεκτονικό χαρακτηριστικό του μοτέλ -όπου δεν χρειαζόταν «να περάσεις από ένα δημόσιο λόμπι για να φτάσεις στο δωμάτιό σου»- «έκανε περισσότερα από το χάπι για να ενθαρρύνει αυτό που αργότερα θα ονομαζόταν μάλλον πρωτόγονα 'η σεξουαλική επανάσταση'». Αν μη τι άλλο, τα δωμάτια, με την ελάχιστη ηχομόνωσή τους, φαινόταν σχεδιασμένα για να ακούνε οι ένοικοι άλλους ανθρώπους να το κάνουν. Όλα αυτά έκαναν κάποιον να αισθάνεται μια βαθιά αδιαφορία για τις υποσχέσεις και τις δυνατότητες που παρουσιάζονταν σαγηνευτικά από τα νέον έξω. Η εμπειρία κατέληξε να είναι τόσο απαράδεκτη που, αν άκουγες κάποιον να δολοφονείται στο διπλανό δωμάτιο, η πρώτη σου παρόρμηση θα ήταν να παραπονεθείς για τον θόρυβο. Η δεύτερη θα ήταν να αυτοκτονήσεις -ιδανικά, όπως ο Νίκολας Κέιτζ στο Leaving Las Vegas, πίνοντας μέχρι θανάτου.



'εκεί όπου πηγαίνουν οι επιγραφές όταν γεράσουν'
© Κ. Λ. - © periopton

Δεδομένης της παρακμής των μοτέλ, είναι απολύτως λογικό ότι πολλές από τις επιγραφές έχουν έκτοτε σβήσει. Σκιές του παλιού τους εαυτού, καταδικάστηκαν σε ένα νεκροταφείο από σβησμένα φώτα, όπου μπορούσαν να λεηλατηθούν για εξαρτήματα που χρησιμοποιούνταν για να ζωντανέψουν άλλες άρρωστες πινακίδες που τρεμόπαιζαν. (Κ. Λ.)



 

πηγές:   
    Christoph Ribbat, Flickering Light: A History of Neon (Reaktion 2013)
    Rudi Stern, The New Let There Be Neon (ST Publications 1996 [1988])
    Bruno Ulmer & Thomas Plaichinger, Les Ecritures de la nuit (Syros 1987) 

 

 

επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton




Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)