where art is always in focus

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
2.7.25

η Τσινετσιτά του Φελίνι: σπίτι του και εργαστήριο ονείρων

4'30" διάβασμα

 

 

 

 

 

 

η ιστορική είσοδος της Τσινετσιτά

Ο Φεντερίκο Φελίνι είχε στενή σχέση με τα στούντιο Τσινετσιτά στη Ρώμη, τα οποία χρησιμοποίησε ως κύρια τοποθεσία για πολλές από τις ταινίες του. Τα στούντιο, που συχνά αναφέρονται ως το «εργοστάσιο των ονείρων», έγιναν σχεδόν μόνιμη κατοικία του και αναπόσπαστο μέρος του κινηματογραφικού κόσμου του. Αυτό το συνεχώς μεταβαλλόμενο εργοτάξιο, το οποίο αυτοαποκαλείται Τσινετσιτά, σχεδιάστηκε ως ένα ισοδύναμο του Κολοσσαίου του 20ού αιώνα: ένα όχημα για συγκινήσεις και περιπέτειες σε θεαματική κλίμακα, αλλά με την εν λόγω ψυχαγωγία να περιλαμβάνει μάλλον χρωστικές τροφίμων παρά αληθινό αίμα. Εδώ είναι το 'άρτος και θεάματα' του σύγχρονου ανθρώπου.


διαφημιστική καταχώρηση στο περιοδικό Σινεμά
που διηύθυνε ο γιός του Μουσολίνι, Οκτώβριος 1940

Αυτές οι ευτελείς απομιμήσεις της πραγματικότητας από γύψο και υαλοβάμβακα, εξέφραζαν περισσότερο τα πρωτότυπα από τα ίδια τα πρωτότυπα. Αυτή η αίσθηση μιας προτιμότερης μη πραγματικότητας ξεκίνησε όταν γύριζε το «Γλυκιά ζωή» [La Dolce Vita (1960)] - όπου γεννήθηκαν και οι παπαράτσι*. Απογοητευμένος από τις προκλήσεις και τις πιέσεις των γυρισμάτων στη Βία Βένετο στο κέντρο της Ρώμης, ο Φελίνι έβαλε τον σκηνογράφο Πιέρο Γκεράρντι να ανακατασκευάσει τον διάσημο δρόμο στο περίφημο Στούντιο 5 της Τσινετσιτά - ακριβή μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια, όπως υποστήριζε ο σκηνοθέτης, εκτός από μία: ήταν κατασκευασμένος επίπεδος, αντί για κεκλιμένος όπως είναι στην πραγματικότητα. «Όταν περνάω από το Καφέ ντε Παρί», έγραψε ο σκηνοθέτης 30 χρόνια αργότερα, "δεν μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι ότι η αυθεντική Βία Βένετο ήταν αυτή του Στούντιο 5 και ότι οι διαστάσεις του δρόμου στο στούντιο ήταν πιο ακριβείς ή σίγουρα πιο ελκυστικές.

 

 * Ο όρος «παπαράτσι» προέρχεται από το όνομα ενός χαρακτήρα στην ταινία La Dolce Vita του Φεντερίκο Φελίνι, του Παπαράτσο, ενός επίμονου και ενοχλητικού φωτογράφου που ενσαρκώνει το επιθετικό κυνήγι των διασημοτήτων. Η ταινία, που απεικονίζει τον λαμπερό αλλά ηθικά διφορούμενο κόσμο της μεταπολεμικής Ρώμης, αποτύπωσε την ουσία αυτού του τύπου φωτογράφου, και το όνομα έγινε συνώνυμο με τους διάσημους/ταμπλόιντ φωτογράφους.

 

 

Μαστρογιάννι και Φελίνι από τα γυρίσματα της "Γλκιάς Ζωής" στη Βία Βένετο

ο Φελίνι στη Βία Βένετο

Ο Φελίνι έφτασε την προσέγγιση αυτή στα άκρα στο προτελευταίο του έργο «Η Συνέντευξη» (1987). Στην ταινία αυτή, η οποία είναι πιο ρητά αυτοβιογραφική από το «8½» (1943), ο Φελίνι υποδύεται τον εαυτό του, ως τον ήρωα ενός (φανταστικού) ντοκιμαντέρ που γυρίζεται από μια ιαπωνική εταιρεία παραγωγής. Μεγάλο μέρος της δράσης, αναπόφευκτα, διαδραματίζεται στην Τσινετσιτά. Ωστόσο, εξακολουθεί να αισθάνεται την ανάγκη να αναδημιουργήσει τον τόπο μέσα στον τόπο.
«Η Τσινετσιτά που φαίνεται από αέρος στην αρχή της ταινίας ήταν μια μακέτα», εξήγησε ο σκηνοθέτης το 1988, "θα μπορούσα να είχα κάνει εναέριες λήψεις από ελικόπτερο, αλλά το αποτέλεσμα θα έμοιαζε περισσότερο με χάρτη της τοποθεσίας, που επειδή είναι αληθινός δεν σημαίνει τίποτα, δεν μεταδίδει κάποιο ιδιαίτερο συναίσθημα. Όχι, θέλησα να υλοποιήσω την Τσινετσιτά με διαφορετικό τρόπο: χρησιμοποιώντας το μοντέλο, μπόρεσα να επαναπροσδιορίσω τις λεωφόρους με τα πεύκα, να δώσω στις στρωμένες με πίσσα στέγες ένα διαφορετικό χρώμα, και κάνοντας τα κτίρια όλα γκρίζα, να τους δώσω ένα είδος επίσημης μορφής, χωρίς καμία πραγματική γλυπτική ποιότητα.

«Για μένα, η Τσινετσιτά αντικατέστησε τον κόσμο. Κάνω τα γυρίσματα στο στούντιο για να εκφράσω μια υποκειμενική πραγματικότητα, εξαγνισμένη από ενδεχόμενα ρεαλιστικά στοιχεία, τα οποία είναι άχρηστα: πρόκειται για μια επιλεγμένη πραγματικότητα».
Φεντερίκο Φελίνι

Σε μια από τις αναδρομές της ταινίας, ο νεαρός φιλόδοξος δημοσιογράφος Φελίνι παίρνει ένα τραμ γεμάτο ηθοποιούς και επίδοξους ηθοποιούς από το κέντρο της Ρώμης κατά μήκος της Βία Τουσκολάνα (η «Viale della Speranza» του τίτλου του Ντίνο Ρίσι του 1953) προς την Τσινετσιτά.
Βρίσκεται εκεί, για πρώτη φορά, για να πάρει συνέντευξη από μια γνωστή ντίβα του κινηματογράφου. Βρισκόμαστε στα τέλη του 1930, και το μεγαλύτερο κινηματογραφικό στούντιο της Ευρώπης είναι μόλις δύο ετών. Στις 28 Απριλίου 1937, ο Μπενίτο Μουσολίνι είχε εγκαινιάσει το υπερσύγχρονο κινηματογραφικό συγκρότημα της Ιταλίας, χτισμένο σε 144 στρέμματα γης 10 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της πρωτεύουσας.

Ο Φελίνι θυμήθηκε αργότερα ότι είδε ένα ειδησεογραφικό δελτίο της εκδήλωσης εκείνης της εποχής, στο οποίο ο "Ντούτσε" σταματά για λίγες κουβέντες με "άνδρες και γυναίκες τυλιγμένους σε κάτι που έμοιαζαν με σεντόνια, που στην πραγματικότητα ήταν τήβεννοι από μια ιστορική ταινία, και ανταλλάσσει μαζί τους έναν αρχαίο ρωμαϊκό και φασιστικό χαιρετισμό". Σύμφωνα με ειδικούς πάντως στα διάφορα ειδησεογραφικά δελτία που παρήγαγε το κρατικά ελεγχόμενο κινηματογραφικό πρακτορείο Institute Luce (τα αρχεία του οποίου διαχειρίζεται σήμερα η Τσινετσιτά), δεν υπάρχει, ως αποδεικτικό στοιχείο, ένα απόσπασμα των εγκαινίων με κομπάρσους ντυμένους με τήβεννο. 

 

 

κομπάρσοι από την ταινία "Σπάρτακος"
© Cinecittà si Mostra

 
αναπαράσταση της αρχαίας Ρώμης
 

Ωστόσο, ο Φελίνι -που ούτως ή άλλως ποτέ δεν έκανε διάκριση μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας- στην ανασκευασμένη μνήμη του από τα πλάνα, την έχει εμπλουτίσει με μια αλήθεια και αυτή είναι η εμμονή του Μουσολίνι με την αρχαία Ρώμη. Την ίδια χρονιά, το καθεστώς του τιμούσε τη συμπλήρωση δύο χιλιετιών από τη γέννηση του Αυγούστου, ενός ηγεμόνα ειδικού στην δημιουργία εικόνας και στην αξιοποίηση της δύναμής της, με τον οποίο ο φασίστας ηγέτης επιθυμούσε να συνδεθεί.
Στην ίδια την πρωτεύουσα, οργανώθηκε μια έκθεση για την ιστορία της Ρώμης και την έννοια της ρωμαϊκότητας, ενώ αποκαταστάθηκαν Αυγουστιανά κτίρια, όπως το φόρουμ του αυτοκράτορα και το μαυσωλείο του- στην Τσινετσιτά, τέτοια κτίρια αναπαρήχθησαν χρησιμοποιώντας ξύλο και χαρτοπολτό (παπιέ μασέ), αστραφτερά σαν καινούργια.

Ήταν ακριβώς η υλική τεχνοδομή του κινηματογράφου που γοήτευσε τον Φελίνι. Οι σκαλωσιές, τα εξαρτήματα, τα φώτα και οι κάμερες εμφανίζονται ξανά και ξανά στις ταινίες του - κοιτάξτε εικόνες από αυτές και συχνά είναι δύσκολο να ξέρετε αν αυτό που βλέπετε είναι φωτογραφία σκηνικού ή φωτογραφικό στιγμιότυπο. Σε μια σκηνή στο «Και το Πλοίο Φεύγει» (1983), η κάμερα τραβιέται προς τα πίσω για να αποκαλύψει όλα τα παραφερνάλια του κινηματογραφικού εξοπλισμού και του συνεργείου, κάνοντας τον Φελίνι ένα είδος ταχυδακτυλουργού που αποκαλύπτει λίγα από τα μαγικά του κόλπα.




κατασκευή μιας μικρογραφίας πόλης

κατασκευή σκηνικών

Ο κόσμος της Τσινετσιτά ήταν γι' αυτόν πραγματικά «το υλικό από το οποίο φτιάχνονται τα όνειρα» - για 30 χρόνια γέμιζε βιβλία με σχέδια και σημειώσεις σχετικά με τα όνειρά του, πολλά από τα οποία παρείχαν υλικό για τις ταινίες του (στο στάδιο του σχεδιασμού έκανε ζωηρά σκίτσα των χαρακτήρων του, συχνά με σημειώσεις για τους σχεδιαστές μακιγιάζ και κοστουμιών. Το σχέδιό του για την ερωμένη του πρωταγωνιστή, την Κάρλα, στο «8½» είναι μια μελέτη για το πώς να σκιαγραφήσεις την «σεξοβόμβα» με λίγες κινήσεις του μαρκαδόρου. 

 

 

"Κάρλα" σκίτσο του Φελίνι, 1961-62
© Jacob and Phillip Keel
 

Στην ίδια ταινία, ο χαρακτήρας του Μαρτσέλο Μαστρογιάννι φέρνει την κινηματογραφική σταρ που υποδύεται η Κλαούντια Καρντινάλε σε ένα μικρό χωριό έξω από τη Ρώμη: «Δεν μου αρέσει αυτό το μέρος», λέει, «δεν το αισθάνομαι αληθινό». Ο Μαστρογιάννι, που υποδύεται το alter ego του Φελίνι, απαντά όπως ακριβώς θα απαντούσε εκείνος: «Μου αρέσει».

 

 

ο Φελίνι και το alter ego του, ο Μαρτσέλο Μαστρογιάννι

Όταν πέθανε ο Φελίνι το 1993, η τελετή έγινε στο αγαπημένο του Στούντιο 5. 
Η κηδεία του θύμιζε πολύ τις ταινίες του

Αυτός ήταν ο Φελίνι, ο δημιουργός που εμπλούτιζε με το φανταστικό την ίδια την πραγματικότητα.
 

 

επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)

 

 

με στοιχεία από: Apollo 

25.6.25

η πόλη που υπήρξε "πόλη του σκότους"

1' διάβασμα 

 

 

 

 

Κοουλούν,
φωτ. Leung Chopan

 Η Χακ Ναμ, η «Πόλη του Σκότους», η παλιά περιτειχισμένη πόλη Κοουλούν στο Χονγκ Κονγκ έχει πλέον κατεδαφιστεί. Πολλοί άνθρωποι στο Χονγκ Κονγκ, Κινέζοι και ξένοι, για τους οποίους δεν ήταν ποτέ κάτι περισσότερο από μια αποκρουστική φήμη, πίστεψαν ότι έσβησε πριν από χρόνια. Δεν είναι έτσι. Σχεδόν μέχρι τέλους διατήρησε το κακόφημο μεγαλείο της. Ποτέ δεν είχε φανεί πιο θρασύ, πιο απελπισμένο, πιο κακό για ορισμένα μάτια, πιο παράξενα όμορφο για άλλα.

 

21.6.25

Αμεντέ Οζανφάν... ο πιο "καθαρός" από τους πουρίστες

3' διάβασμα




ένα εικαστικό κίνημα χωρίς μεγάλη διάρκεια

 

 


Το 1925, ο Αμεντέ Οζανφάν ζωγράφισε έναν πίνακα με τίτλο «η λευκή κανάτα». Όπως και άλλοι από τους πίνακες του Οζενφάν κάποιας περιόδου -το Βάζο, ας πούμε, ή τα Τρία Βάζα- δεν ήταν ένα αξιομνημόνευτο έργο. Είναι απίθανο να το έχετε δει ή να μπορείτε να το θυμηθείτε. Το έργο παραχωρήθηκε στο μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Στρασβούργου πριν από 60 χρόνια. Τα τελευταία 40 από αυτά τα χρόνια ήταν αποθηκευμένο.



Αμεντέ Οζενφάντ
'η λευκή κανάτα', 1925, 
© Μουσείο της πόλης του Στρασβούργου

23.5.25

η επιρροή του Μαρκήσιου ντε Σαντ στον Τζιακομέτι

3' διάβασμα

 

 

 

 

 
Ερνστ Σέιντεγκερ, Το ατελιέ του Αλμπέρτο Τζακομέτι, 1962,
© Fondation Giacometti © Ερνστ Σέιντεγκερ

Το 1933, ο Αλμπέρτο Τζιακομέτι έγραψε στον Αντρέ Μπρετόν: «Διάβασα τον Σαντ χθες, ενδιαφέρομαι πολύ για τα κείμενα του». Πράγματι κατά τη δεκαετία του 1930, δημιούργησε αντικείμενα συμβολικής λειτουργίας με βίαιο ερωτισμό, παρόμοιο με εκείνον που συναντάται στον Ντονασιέν Αλφόνς Φρανσουά Κόμη ντε Σαντ. Η εποχή ήταν ευνοϊκή για την αποκατάσταση του θεϊκού μαρκησίου, ενός προτύπου ελευθερίας και νεωτερικότητας για καλλιτέχνες και συγγραφείς.



Φανταστικό πορτρέτο του Μαρκήσιου ντε Σαντ
 από τον Χ. Μπιμπερστάιν (1912),
επιμέλεια Γκιγιόμ Απολλιναίρ,
Bibliothèque des Curieux, Παρίσι (Public Domain)

Αλμπέρτο Τζιακομέτι. Αντρας στραγγαλίζει μια γυναίκα,
© Succession Alberto Giacometti


Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Σκίτσο γυναίκας και άνδρα που κρατά ένα σπαθί, π. 1951.
© Succession Alberto Giacometti

Ο ακόλαστος φιλόσοφος γοήτευσε τον Τζιακομέτι και τους φίλους του, μεταξύ των οποίων οι Ζωρζ Μπατάιγ, Αντρέ Μασόν, Λουίς Μπουνιουέλ και Σαλβαδόρ Νταλί. Όντως τα γραπτά του Σαντ άσκησαν μεγάλη επιρροή τα έργα και στα κείμενα του καλλιτέχνη. Αποδεικνύεται μέσα ένα μεγάλο μέρος των υπερρεαλιστικών έργων που έκανε ο Τζιακομέτι μεταξύ του 1929 και του 1934, από φωτογραφίες ορισμένων έργων του -που τα ίδια έχουν χαθεί και πολλά σημειωματάρια με παλιότερα σχέδια.
Πολύ καιρό πριν ανακαλύψει τον Σαντ, ο νεαρός Τζιακομέτι έκανε αντίγραφα θρησκευτικών θεμάτων που αντιπροσωπεύουν σκηνές βίας. Από το 1929, τα γλυπτά και τα κείμενά του ήρθαν πιο κοντά στο σύμπαν του συγγραφέα. Ο Τζιακομέτι προσχώρησε στα μέλη του υπερρεαλιστικού κύκλου που συνέβαλαν στην ανακάλυψη του Σαντ, πρώτα στους αντιφρονούντες που συγκεντρώθηκαν γύρω από τον Μπατάιγ, στη συνέχεια στην επίσημη ομάδα που ηγείτο ο Μπρετόν. Αυτοί οι καλλιτέχνες έβαλαν φαντασία και όνειρο στον πυρήνα της τέχνης τους. 



Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Κινούμενα Σιωπηρά Αντικείμενα,
© Succession Alberto Giacometti

Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Σημειώσεις, 1944-45
© Succession Alberto Giacometti


Αλμπέρτο Τζιακομέτι. Σημειώσεις και σκίτσα γλυπτών, 1931-1945
© Succession Alberto Giacometti

Το όνομα του Σαντ εμφανίστηκε αρκετές φορές στα σημειωματάριά του εκείνη την εποχή, στα οποία ο καλλιτέχνης σχεδίαζε γλυπτά με ισχυρό ερωτικό περιεχόμενο, σχεδιάζοντας τα σεξουαλικά όργανα ή αναπαριστώντας σκηνές ηδονοβλεψίας και πορνείας. Η απεικόνιση της σεξουαλικής σχέσης εμφανίζεται σε αμέτρητα έργα μεταξύ του 1929 και του 1933. Το σώμα εκπροσωπείται με έναν υπαινικτικό τρόπο, μέσα από μια οργανική λεπτομέρεια ή σαν ένα σύνθετο σχήμα ζώου και φυτού. Ο καλλιτέχνης αναπαρίστανε την ένταση μιας σεξουαλικότητας που θεωρείται ως πάλη μεταξύ των δύο φύλων. Ο Τζιακομέτι εγκατέλειψε τη νατουραλιστική γλυπτική για μια συμβολική αναπαράσταση που υποδηλώνει διείσδυση, βιασμό και μερικές φορές δολοφονία, το αποκορύφωμα της Σαδιστικής ευχαρίστησης με την οποία οι σεξουαλικές παρορμήσεις απελευθερώνονται, ώστε η ηδονή και ο θάνατος να συμπίπτουν.
Το 1931, ο Τζιακομέτι συγκέντρωσε κάτω από τον γενικό τίτλο "Κινούμενα Σιωπηρά Αντικείμενα" μια σειρά διφορούμενων έργων που είναι αρκετά συναφή με το διπλό νόημα και τις μαύρες εικόνες χιούμορ που δημιουργούσαν οι σουρεαλιστές. Με τον ασταθή και απειλητικό χαρακτήρα τους, τα έργα αυτά προκαλούν σωματική και ψυχολογική βία. Αυτά τα γλυπτά έχουν τη μορφή αντικειμένων στα όρια της αφαίρεσης, ενώ υποδηλώνουν μια σύνδεση με το σώμα. Τα αντικείμενα που μπορούν να χειριστούν φέρνουν στο μυαλό τα μέσα της σαδιστικής ευχαρίστησης, τα οποία δημιουργούν ένα «βίαιο συναίσθημα αδύνατο να οριστεί, το οποίο αναμφίβολα συνδέεται με υποσυνείδητες σεξουαλικές ορμές".



Η Lili κρατάει το «Ανεπιθύμητο αντικείμενο» του Αλμπέρτο Τζιακομέτι,
Fondation Giacometti, Παρίσι, Φωτογραφία: Μαν Ρέι
© Giacometti and Man Ray Trust


«'Αιχμή προς το μάτι» (1931-32) του Αλμπέρτο Τζιακομέτι
© Succession Alberto Giacometti

Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Άνδρας και Γυναίκα, 1928–29
© Succession Alberto Giacometti

Αυτά τα σουρεαλιστικά αντικείμενα προκαλούν συχνά μια αίσθηση απογοήτευσης, αναγγέλλοντας έναν επικείμενο κίνδυνο που τελικά δεν θα υλοποιηθεί, σαν να καταγράφουν το χάσμα μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Η μεταφορά του ματιού εμφανίζεται σε πολλά από τα έργα του, υποδηλώνοντας τη δυνατότητα μιας τομής ή διείσδυσης. Αυτά είναι κοντά στην ερωτική και σαδιστική χρήση του ματιού από τους Μπουνιουέλ, Νταλί και Μπατάιγ. Ο Τζιακομέτι μοιάζει να υπαινίσσεται την σκοπική ορμή που ο Φρόιντ χαρακτήρισε ως την ευχαρίστηση να κατακτάς τον άλλον μέσα από το βλέμμα. Ο καλλιτέχνης δημιούργησε έναν ποιητικό χώρο σκηνοθετώντας ένα πραγματικό θέατρο σκληρότητας.

 


επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)


2.5.25

Η συνεισφορά του Άλφρεντ Στίγκλιτζ στον Αμερικανικό Μοντερνισμό

2.5' διάβασμα
 

 

 

 

Άλφρεντ Στίγκλιτζ
Τερματικός Σταθμός Γκραντ Σέντραλ, Νέα Υόρκη, π.1930

Το 1905, ο ιθύνων νους πίσω από τη σύγχρονη φωτογραφία Άλφρεντ Στίγκλιτζ και ο Έντουαρντ Στάιχεν, πρωτοπόρος και αυτός της Αμερικανικής φωτογραφίας, άνοιξαν έναν εκθεσιακό χώρο στη Νέα Υόρκη. Η Little Galleries of the Photo Secession, που σύντομα έγινε γνωστή ως 291, από τη διεύθυνσή της στην Πέμπτη Λεωφόρο, αρχικά προωθούσε την καλλιτεχνική φωτογραφία. Αλλά το 1907 ο Στάιχεν έφυγε για το Παρίσι και άρχισε να στέλνει στην πατρίδα του δείγματα του ριζοσπαστικού εικαστικού κινήματος που αναδυόταν εκεί: εκτυπώσεις του Ματίς, σχέδια του Ροντέν, πίνακες του Πικάσο και έργα τέχνης Αμερικανών στην Ευρώπη που είχαν επηρεαστεί από τον κυβισμό, τον Φωβισμό ή τον Εξπρεσιονισμό.



Άλφρεντ Στίγκλιτζ
'δια χειρός ανθρώπου', 1902

Άλφρεντ Στίγκλιτζ
Χειμώνας, Πέμπτη Λεωφόρος, 1892

Έντουαρντ Στάιχεν
το Φλατάιρον, 1904

Έντουαρντ Στάιχεν
Η Τερέζ Ντάνκαν στην Ακρόπολη, 1921

Τα επόμενα 10 χρόνια, η 291 έγινε η αφετηρία για μια ομάδα Αμερικανών καλλιτεχνών - Τζον Μάριν, Άρθουρ Νταβ, Άλφρεντ Μάουρερ, Μαξ Βέμπερ, Μάρσντεν Χάρτλεϊ, ο Γερμανός μετανάστης Όσκαρ Μπλούμνερ και άλλοι - που εμπνεύστηκαν να φέρουν μια παρόμοια καλλιτεχνική επανάσταση στην πατρίδα τους, αλλά σε αρμονία με το αμερικανικό ιδίωμα που ήταν εμφανές στη φιλόδοξη αρχιτεκτονική της Νέας Υόρκης, με την ακμάζουσα βιομηχανική οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών και τα απέραντα και ποικίλα τοπία της.
 Το 1912 ο Στίγκλιτζ ανακοίνωσε την «Πρώτη έκθεση παγκόσμια του 'Αρθουρ Γ. Ντάβ», η οποία δεν ήταν, βέβαια, η πρώτη έκθεση του Ντάβ, αλλά περιελάμβανε τα πρώτα αφηρημένα έργα του - μια σειρά από παστέλ, μερικά από τα οποία αργότερα ο Στίγκλιτζ ονόμασε «Η φύση συμβολίζεται». Αυτά ήταν τα πρώτα αφηρημένα έργα Αμερικανού καλλιτέχνη που παρουσιάστηκαν δημοσίως, πειραματισμοί σύγχρονοι με εκείνους των Πικάμπια, Καντίνσκι και Ντελοναί στην Ευρώπη.



Άρθουρ Ντάβ
'Σύννεφα και Νερό', 1930

Άρθουρ Ντάβ,
'ο κριτικός', 1925

Η έκθεση Armory Show του 1913 παρουσίασε αυτούς τους καλλιτέχνες στο ευρύτερο κοινό, εκθέτοντας περίπου 1.400 πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά και διακοσμητικά έργα από πρωτοποριακούς Ευρωπαίους και Αμερικανούς καλλιτέχνες. Το έργο του Μαρσέλ Ντυσάν Γυμνό κατεβαίνοντας μια σκάλα Νο 2 (1912) προκάλεσε σκάνδαλο στον Τύπο, αλλά αυτή η έκθεση-ορόσημο έφερε τον μοντερνισμό στη δημόσια σκηνή, ενθαρρύνοντας τελικά τον εναγκαλισμό της μοντέρνας τέχνης που οδήγησε το 1929 στην ίδρυση του MoMA. Ο Στίγκλιτζ έκλεισε το 291 το 1917, αλλά σε εκθέσεις στις Anderson Galleries, Intimate Gallery και An American Place συνέχισε να υπερασπίζεται τη σταθερή ομάδα του των «επτά Αμερικανών»: δύο φωτογράφους -τον ίδιο και τον Πολ Στραντ- και τους ζωγράφους Χάρτλεϊ, Μάριν, Νταβ, Τζόρτζια Ο'Κιφ και Τσαρλς Ντέμουθ. Κατά τις δεκαετίες του 1920 και του '30 οι καλλιτέχνες αυτοί ανέπτυξαν ξεχωριστά ρεύματα μοντερνισμού, βοηθούμενοι από τους κριτικούς, τους συλλέκτες, τον ενθουσιασμό του Στίγκλιτς και έχοντας τη θεσμική υποστήριξη.

 

Πολ Στράντ, Γουόλ Στριτ, Νέα Υόρκη, 1915 © Aperture Foundation Inc.

φωτογραφία του Πολ Στραντ, 1917

Μάρσντεν Χάρτλεϊ
'ένα παράθυρο στις Βερμούδες με ημιτροπικό χαρακτήρα', 1917,
© Μουσείο Ντε Γιουνγκ

Τσαρλς Ντέμουθ
'στέγες και καμπαναριό'
© Μουσείο του Μπρούκλιν

Τσαρλς Ντέμουθ
Είδα το Σχήμα 5 σε Χρυσό, 1928
© NY_Met

Μάρσντεν Χάρτλεϊ
Πορτρέτο Γερμανού Αξιωματικού

Έδειξε για πρώτη φορά το έργο της O'Κιφ το 1917 και το 1924 παντρεύτηκαν. Διαχειρίστηκε την εικόνα της και ενθάρρυνε τη δημιουργία των έντονων πινάκων της με τα λουλούδια, τα κτίρια και, όλο και περισσότερο, το ερημικό τοπίο του Νέου Μεξικού. Το 1946, η O'Κιφ ήταν η πρώτη γυναίκα καλλιτέχνης που τιμήθηκε με αναδρομική έκθεση στο MoMA.


Άρνολντ Νιούμαν, Άλφρεντ Στίγκλιτζ και Τζόρτζια Ο'Κιφ, 1944

η Τζόρτζια Ο’Κιφ φωτογραφημένη από τον Άλφρεντ Στίγκλιτζ

Τζόρτζια Ο’Κιφ, Λευκό Τριαντάφυλλο, 1927 © Μουσείο Τζόρτζια Ο’Κιφ

Τζόρτζια Ο'Κιφ, Ραστ Ρεντ Χιλς, 1930, Μουσείο Τέχνης Μπράουερ

Εν τω μεταξύ, ο Μάριν εγκωμιάστηκε για τις ακουαρέλες του και τις πειραματικές αφαιρέσεις του στο λάδι- το 1948 ο κριτικός Κλέμεντ Γκρίνμπεργκ έγραψε ότι «αν δεν είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι είναι ο καλύτερος ζωγράφος που ζει αυτή τη στιγμή στην Αμερική, πρέπει σίγουρα να τον λάβουμε υπόψη μας». Το 1950, στα 80 του χρόνια, μια αναδρομική έκθεση του έργου του Μάριν κυριάρχησε στο περίπτερο των Ηνωμένων Πολιτειών στη Μπιενάλε της Βενετίας. 

 

Τζον Μάριν, Ρόου, Μασαχουσέτη, 1918

Τζον Μάριν, Στόνινγκτον, Μέιν, 1923


Αλλά η Μπιενάλε περιλάμβανε επίσης έργα νέων καλλιτεχνών όπως ο Τζάκσον Πόλοκ και ο Βίλεμ ντε Κόνινγκ. Η εκρηκτική άφιξη της μεταπολεμικής αμερικανικής τέχνης επισκίασε και σχεδόν εξαφάνισε το διεθνές προφίλ των προηγούμενων αμερικανών μοντερνιστών.
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ωστόσο, ενώ άλλοι μοντερνιστές δεν τα πήγαιναν και τόσο καλά, οι καλλιτέχνες του Στίγκλιτς συνέχισαν να προσελκύουν το ενδιαφέρον, να εκτίθενται και να συλλέγονται.

Και όπως δηλώνει ιδιοκτήτης μεγάλης γκαλερί: "Ο αμερικανικός μοντερνισμός έχει τόσο πλούσια ιστορία και είναι τόσο ζωντανός. Τα έργα αυτά αντανακλούν την πνευματική αίγλη της εποχής. Είμαστε παθιασμένοι με αυτή την περίοδο. Ήταν καταλυτική για την αμερικανική ιστορία, μια μεγάλη εποχή αλλαγών, η οποία αντιμετωπίστηκε με ενθουσιασμό από καλλιτέχνες και μουσικούς".
 

 

επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)

 

24.3.25

Μονίκ Ζακό, η τέχνη της παρατήρησης

4' διάβασμα


 

 

Γεννημένη στο Νεσατέλ το 1934, η Μονίκ Ζακό προτιμούσε πάντα τους παράδρομους. Ήδη από την εκπαίδευσή της, ξεφεύγει τακτικά από τον ασφυκτικό κλοιό της τεχνικά άρτιας φωτογραφίας στούντιο που διδάχθηκε στην Ecole des arts et métiers στο Βεβέ. Ατελείωτες ασκήσεις με ποτήρια, αυγά, πιρούνια και άλλα αντικείμενα την έκαναν να βαρεθεί. Προτιμά τις εξορμήσεις στη φύση και την πόλη, φέρνοντας πίσω εικόνες που δεν αφορούν εξεζητημένες σκηνοθεσίες, αλλά μικρές παρατηρήσεις της καθημερινής ζωής, τυχαίες συναντήσεις, εκπληκτικές σκηνές και ανακαλύψεις. Μόλις αποφοίτησε το 1956, η νεαρή φωτογράφος άρχισε να κερδίζει τα προς το ζην κάνοντας ρεπορτάζ. Το οικονομικό κλίμα ήταν ευνοϊκό για το φωτορεπορτάζ. Η Μονίκ Ζακό κατάφερε γρήγορα να δημοσιεύσει φωτογραφίες της στα περιοδικά Die Woche και Annabelle και στη συνέχεια σε διεθνή περιοδικά όπως η Vogue, το Elle και το Geo.



Μονίκ Ζακό
φωτό: ιδιοκτησία της οικογένειας

Όσο μεγάλωνε όμως η επιτυχία της, τόσο μεγάλωνε και ο σκεπτικισμός της. Αρνήθηκε να παράσχει τις αναμενόμενες εικονογραφήσεις για τα πατροπαράδοτα «γυναικεία θέματα», όπως τα παιδιά και η οικογένεια.
Αντ' αυτού, ανέπτυξε τις δικές της αφηγήσεις για την επαναστάτρια Νίκη ντε Σεν Φαλ, για νεαρές αθλήτριες της καλλιτεχνικής γυμναστικής στο τεταμένο πολιτικό κλίμα της Πράγας, για την εκπαίδευση και την κατάρτιση των νεαρών κοριτσιών στο κλειστό αγγλικό οικοτροφείο Γουίκομπ Άμπι. Περίεργη και ανοιχτή στον κόσμο, διευρύνει το πεδίο δράσης της, ταξιδεύοντας σε όλη την Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες σε αναζήτηση θεμάτων που περιστρέφονται γενικά γύρω από κοινωνικά ζητήματα. Η συνάντησή της με τους σχεδιαστές Τσαρλς και Ρέι Ιμς στην Καλιφόρνια ήταν ένα γεγονός-κλειδί: ανακάλυψε τον συναρπαστικό τρόπο ζωής ενός χειραφετημένου ζευγαριού.



Νίκη ντε Σεν Φαλ, γαλλίδα γλύπτρια,
Soisy-sous-Ecole, Γαλλία, 1963.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz


Γουίκομπ Άμπι, Αγγλία, 1966.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

'γυμνάστριες', Πράγα,
Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, 1960.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz


'οι δεσποινίδες της Λεγεώνας της Τιμής',
Σεν Ζερμέν-αν-Λαγιέ, Γαλλία, 1969.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

'διαδήλωση για την ασφαλιστική κάλυψη μητρότητας',
Place fédérale, Βέρνη, Ελβετία, 25 Νοεμβρίου 1994.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

Ήδη από το 1960, η Μονίκ Ζακό χαρακτηρίστηκε από το Ελβετικό εξειδικευμένο περιοδικό Camera ως ένας «νέος τύπος φωτορεπόρτερ». Αλλά ενώ έκανε όνομα με την υποκειμενική οπτική της γλώσσα, η κατάσταση στο πεδίο που δραστηριοποιείτο γινόταν όλο και πιο δύσκολη. Τα έντυπα μέσα ενημέρωσης βρίσκονται υπό πίεση, σημαντικές πλατφόρμες για τη φωτογραφία εξαφανίζονται και τα περιθώρια για ανεξάρτητους φωτορεπόρτερ συρρικνώνονται.
Η Μονίκ Ζακό σταδιακά απομακρύνεται από τα μέσα ενημέρωσης και δημιουργεί εικόνες που μπορεί να εκθέσει και μερικές φορές ακόμη και να πουλήσει. Εκτός από μεμονωμένες εικόνες από ρεπορτάζ, παρουσιάζει επίσης ολόκληρες σειρές που ξεχωρίζουν σαφώς από τη δημοσιογραφία. Τα «Εσωτερικά τοπία» της, για παράδειγμα, ασχολούνται με κενούς χώρους, μελαγχολικούς εσωτερικούς κόσμους στους οποίους ο χρόνος έχει σταματήσει. Εκτέθηκαν το 1980 από το Ελβετικό Ίδρυμα για τη Φωτογραφία στο Kunsthaus της Ζυρίχης, και αυτά τα έργα που μοιάζουν με σουρεαλιστικά δημοσιεύτηκαν επίσης λίγα χρόνια αργότερα στο περιοδικό Du της Ζυρίχης, αφιερωμένο σε αυτό που ο ιστορικός τέχνης και επιμελητής Γκουίντο Μαγκναγκάνιο αποκάλεσε απροσδόκητη άνοιξη της «καλλιτεχνικής φωτογραφίας» στην Ελβετία. Στο τεύχος αυτό παρουσιάζονται δώδεκα φωτογράφοι που γύρισαν την πλάτη στο κλασικό ρεπορτάζ, μεταξύ των οποίων η Μανόν και η Μονίκ Ζακό, οι μοναδικές γυναίκες.



'υπαίθρια αγορά', Παρίσι, Γαλλία, 1962.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

'σταθμός λεωφορείων', Νέα Υόρκη, ΗΠΑ, 1958.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

Νέα Ορλεάνη, ΗΠΑ, 1959.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

Μπερ Σίμπα, Ισραήλ, 1961.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz


Παρά την ανανέωση αυτή, η Μονίκ παρέμεινε πιστή στην προσέγγιση του τεκμηρίου για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αντί για άρθρα σε περιοδικά, προτιμούσε να εστιάζει σε πρωτότυπες, μακροπρόθεσμες δημιουργίες. Ταξίδεψε στις τέσσερις γωνιές του πλανήτη και συντηρούσε τον εαυτό της παράγοντας έργα κατά παραγγελία για τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ανέπτυξε το μεγάλο της έργο «Γυναίκες της Γης».  Κέρδισε την εμπιστοσύνη 24 αγροτισσών, έγινε μέλος τους και πήρε μέρος στη ζωή τους: «Ήθελα να βρω μια μορφή που δεν θα ήταν γλυκιά και δεν θα έμοιαζε με αγροτικό λεύκωμα ή με εξύμνηση της γης (...). Ήθελα να είμαι πολύ ακριβής, όπως σε ένα ντοκιμαντέρ».
Τα αποτελέσματα συζητούνται με κάθε αγροτική οικογένεια και λαμβάνεται υπόψη η άποψή τους. Το βιβλίο Femmes de la terre / Frauen auf dem Land (1989) έγινε όχι μόνο το πορτρέτο μιας κοινωνικής ομάδας που σπάνια αναδεικνύεται μέσω φωτογραφιών, αλλά και μια μοναδική συλλογή ιστοριών για την ελβετική αγροτιά.



Κοζέτ Πετρεμάντ, La Côte-aux-Fées,
καντόνι Νεσατέλ, Ελβετία, 1987.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

Λιλή και Μαριέτ Μοννέ, Μαρί-Λοράνς Βουγιαμόζ-Μοννέ,
Isérables, καντόνι Βαλέ, Ελβετία, années 1980.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

Ajotex, Porrentruy, καντόνι Γιουρά, Ελβετία, 1992.
© Monique Jacot / Fotostiftung

Vaucher SA, La Chaux-de-Fonds, καντόνι Νεσατέλ, Ελβετία, 1991.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

Τη δεκαετία του 1990, ασχολήθηκε με το φωτογραφικό δοκίμιο μεγάλης κλίμακας.
Το θέμα της: οι σκληρές συνθήκες εργασίας των εργατριών σε γραμμές συναρμολόγησης. Σε αντίθεση με τις αγρότισσες, έπρεπε να ξεπεράσει πολλά εμπόδια για να αποκτήσει πρόσβαση σε περίπου τριάντα ελβετικούς χώρους παραγωγής. Τα πορτρέτα της, υποστηριζόμενα από εντυπωσιακές εικόνες κουρασμένων χεριών και μονότονων διαδικασιών, ρίχνουν φως στην καθημερινή ζωή των εργοστασίων. Ωστόσο, οι εργαζόμενοι είχαν ελάχιστες ευκαιρίες να μοιραστούν τις ανησυχίες και τις δυσκολίες τους με την φωτογράφο. Καθώς τους απαγορεύεται να μιλήσουν για τις συνθήκες εργασίας τους, η Μονίκ Ζακό δεν είχε τελικά το απαραίτητο υλικό για την παραγωγή ενός νέου βιβλίου.
Έτσι, αρκέστηκε στο να παρουσιάσει τις φωτογραφίες της σε μια έκθεση με τίτλο «Cadences - L'usine au féminin / Fabrikarbeiterinnen - Leben im Akkord». 

 


Nestlé, Broc, καντόνι Φράιμπουργκ, Ελβετία, 1991.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

Σχολή Νοσηλευτικής, Ζυρίχη, Ελβετία, 1958.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

Βρετάνη, Γαλλία,1960.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

'μαθητευόμενοι', Μόσχα, Σοβιετική Ένωση, 1968.
© Monique Jacot / Fotostiftung Schweiz

Παράλληλα με αυτό το δεσμευτικό έργο, το οποίο περιλαμβάνει την καταγραφή του γυναικείου κινήματος της δεκαετίας του 1990 - γύρω από τη μη εκλογή της Κριστιάν Μπρούνερ ως ομοσπονδιακής συμβούλου - συνεχίζει τα καλλιτεχνικά της σχέδια, τα οποία αποκτούν δυναμική ιδιαίτερα μετά την αλλαγή της χιλιετίας. Δημιουργεί τοπία που ξεχωρίζουν από συγκεκριμένες καταστάσεις, αποτυπώνοντας ατμόσφαιρες και δομές που έχουν πάντα λυρικό χαρακτήρα. Και τραβάει Polaroids αντικειμένων, φυτών και ζώων, από τα οποία δημιουργεί πολύχρωμες, ζωγραφικές εικόνες χρησιμοποιώντας μια πολύπλοκη διαδικασία μεταφοράς.  Αυτές οι «μεταφορές» περιορίζουν τον ορατό κόσμο σε μερικά σημαντικά φαινόμενα, μικρές παρατηρήσεις που αποτυπώνονται σαν ποιήματα. Εξάλλου η ίδια έχει δηλώσει σε συνέντευξή της πως:  «είμαι περισσότερο ποιήτρια παρά φωτογράφος»

Για άλλη μια φορά, η Μονίκ Ζακό διευρύνει τους ορίζοντές της και επιχειρεί την αφαίρεση. Αυτές οι χαμηλόφωνες στοχαστικές αφηγήσεις αντικατοπτρίζουν τον εσωτερικό της κόσμο, όπως ακριβώς εξερευνούσε πάντα τον εαυτό της φωτογραφίζοντας άλλους: «Πολλά από τα πορτρέτα μου γυναικών είναι στην πραγματικότητα αυτοπροσωπογραφίες», έχει πει η Μονίκ Ζακό. Με αυτόν τον τρόπο, τα φαινομενικά ανόμοια μέρη της δουλειάς της ενώνονται με εκπληκτικό τρόπο για να σχηματίσουν έναν συνεκτικό, αυτοτελή κόσμο εικόνων.


 

 πηγή: Sept mook



επιμέλεια-μετάφραση: Κάππα Λάμδα
© periopton



Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)