8' διάβασμα
Στον λαβύρινθο της λογοτεχνίας του εικοστού αιώνα, δύο φιγούρες ξεχωρίζουν με τη μοναδικότητά τους: ο Μαρσέλ Προυστ (1871–1922), και ο Λουί-Φερντινάν Σελίν (1894–1961). Με πρώτη ματιά, φαίνονται να αποτελούν ένα αντιθετικό δίπολο. Ο πρώτος, αριστοκράτης του πνεύματος και της κοινωνίας, εκπρόσωπος μιας παρακμάζουσας μπουρζουαζίας· ο δεύτερος, γιατρός των φτωχογειτονιών, χρονικογράφος της εξαθλίωσης. Ωστόσο, κάτω από τις επιφανειακές διαφορές, μια κοινή ευαισθησία τους ενώνει, καθιστώντας τους αυθεντικά παιδιά της εποχής τους.
Το άρθρο -το οποίο αποτελεί τη συντετμημένη μορφή μιας εκτενούς μελέτης, δεν πραγματεύεται αυτή τη φορά έργα και ημέρες φωτογράφων, αλλά εξετάζει τις βαθιές διαφορές των δύο συγγραφέων - κοινωνική προέλευση, ιδεολογικές επιλογές, στυλιστική προσέγγιση - και επικεντρώνεται στην κοινή τους ευαισθησία απέναντι στην κρίση της εποχής. Και οι δύο μοιράζονται την αντίληψη της κατάρρευσης των παραδοσιακών αξιών, την εμμονή με τη μνήμη και το χρόνο, και την αναγνώριση της σωματικής και κοινωνικής αποσύνθεσης ως χαρακτηριστικά της μοντερνικότητας.
![]() |
αριστερά ο Σελίν, δεξιά ο Προυστ |
Ο Προυστ γεννήθηκε στο Παρίσι το 1871, στους κόλπους της παριζιάνικης αστικής τάξης, σε έναν κόσμο σαλονιών και πνευματικών συζητήσεων. Η οικογένειά του του, ήταν γιος ενός καθηγητή ιατρικής και της εξαιρετικά μορφωμένης κόρης ενός πλούσιου χρηματιστή, παρείχε την πολυτέλεια της μόρφωσης και του ελεύθερου χρόνου. Αντίθετα, ο Σελίν -το πραγματικό του όνομα ήταν Λουί Ντετούς- προήλθε από λαϊκό περιβάλλον, γιός ενός μικροασφαλιστή και μιας εμπόρου δαντέλας που πάλευαν για την επιβίωση. Γεννήθηκε στο Κουρμπεβουά το 1894, πολύ μακριά από τις κομψές γειτονιές όπου είχε μεγαλώσει ο μεγαλύτερός του επιφανής: στο 'Θάνατος με δόσεις' περιγράφει μια άθλια νεότητα που πέρασε σε ένα «κώδωνα απομόνωσης», το καλυμμένο πέρασμα 'Πασάζ Σουαζέλ' στο Παρίσι. Μέτριος μαθητής, έλαβε μια στοιχειώδη εκπαίδευση και στη συνέχεια έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού.
![]() |
Ο Λουί Ντετούς, σε ηλικία έξι ετών, επιδεικνύει το πρώτο του μετάλλιο από το δημοτικό σχολείο. |
Ο Προυστ, στην ίδια ηλικία, είχε λαμπρές ακαδημαϊκές επιδόσεις. Σε ηλικία είκοσι ετών, ο Ντετούς πήγε στο μέτωπο. Ήταν ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τραυματίζεται σοβαρά σε μια παράτολμη αποστολή στις 27 Οκτωβρίου 1914. Τι έκανε ο Προυστ όταν ήταν νέος; Έγραψε διηγήματα και ποιήματα - τα οποία συγκεντρώνονται σήμερα στο 'Ηδονές και Μέρες' - και ένα ημιτελές μυθιστόρημα, το 'Ζαν Σαντέιγ', και σύχναζε στην υψηλή κοινωνία του Παρισιού. Πέρασε τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο παριζιάνικο διαμέρισμά του που ήταν επενδυμένο με φελλό, γράφοντας και ξαναγράφοντας το 'Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο', ο πρώτος τόμος του οποίου, 'Από τη μεριά του Σουάν', εκδόθηκε το 1913. Η εύθραυστη υγεία του του επέτρεψε να αποφύγει την επιστράτευση.
![]() |
Ο Προυστ την εποχή της εθελοντικής του θητείας. Προλαβαίνοντας την κλήση του στο στράτευμα, θα εκπληρώσει τη στρατιωτική του θητεία στο 76ο Σύνταγμα Πεζικού στην Ορλεάνη, το 1889-1890. |
![]() |
του 12ου Συντάγματος Βαρέος Ιππικού. Γαλλία, 1914
Αυτή η διαφορά στο κοινωνικό υπόβαθρο σφράγισε βαθιά τη θεματολογία και την προσέγγισή τους.
Όπου ο Προυστ εξερευνά τα σαλόνια του Φωμπούρ Σαιν-Ζερμαίν και τις λεπτές αποχρώσεις της κοινωνικής ιεραρχίας, ο Σελίν βυθίζεται στα περιθώρια, στις φτωχογειτονιές του Παρισιού και της αποικιακής Αφρικής. Η γεωγραφία της μνήμης του πρώτου περιλαμβάνει κήπους και μπουντουάρ· του δεύτερου, νοσοκομεία και υπόγεια.
Η ιδεολογική τους απόσταση είναι εξίσου χαώδης. Ο Προυστ, παρά τις μελαγχολικές του διαπιστώσεις για την παρακμή της αριστοκρατίας, παραμένει δεμένος με τις αξίες ενός κόσμου που παρατηρεί να χάνεται. Η πολιτική του διάσταση είναι διακριτική, σχεδόν αθώα. Υπήρξε ο συγγραφέας της απόσυρσης, της εσωστρέφειας και της πολυτελούς γλώσσας· το ύφος του χαρακτηρίζεται από μακροπερίοδες προτάσεις και μια αδυναμία απέναντι στις λεπτομέρειες που συνθέτουν το φευγαλέο.¹
Ο Σελίν, αντίθετα, αγκαλιάζει με βίαιο τρόπο τις ακραίες ιδεολογίες της εποχής του, φτάνοντας μέχρι την αντισημιτική προπαγάνδα και την συνεργασία με τους Ναζί. Το 1944, μπροστά στην επικείμενη ήττα της Γερμανίας, θεώρησε συνετό να εγκαταλείψει τη Γαλλία. Βρήκε καταφύγιο στο κάστρο του Σίγκμαρινγκεν, προτού διαφύγει στη Δανία, όπου φυλακίστηκε.
![]() |
Ο Σελίν τον Μάιο του 1947. Η φυγή από τη Γαλλία στη Δανία μέσω της Γερμανίας θα εμπνεύσει την υπέροχη επική τριλογία 'Από κάστρο σε κάστρο' - Βόρειο Ριγκοντόν. |
Στυλιστικά, οι διαφορές είναι εξίσου εμφανείς. Ο Προυστ χτίζει εκτεταμένες, μελωδικές προτάσεις που εκτυλίσσονται σαν μουσικές φράσεις. Η γλώσσα του είναι εκλεπτυσμένη, πλούσια, γεμάτη λογοτεχνικές αναφορές. Ο Σελίν σπάει την κλασική σύνταξη, εισάγει την αργκό του δρόμου, δημιουργεί έναν εκρηκτικό, ασυνήθιστο ρυθμό που μιμείται τη βία της καθημερινότητας. Η γλώσσα του είναι ρηξικέλευθη: κοφτή, προφορική, διαποτισμένη από λαϊκά ιδιώματα και συναισθηματικές εκρήξεις.² Ενώ ο Προυστ γράφει με το «ασημένιο κουτάλι», ο Σελίν «γράφει με στιλέτο», όπως εύστοχα σημειώνει ο Αντουάν Κομπανιόν.³
Το σχόλιο του Σελίν «Αν δεν ήταν Εβραίος, κανείς δεν θα μιλούσε γι’ αυτόν» δεν είναι μόνο ένδειξη προσωπικής εμπάθειας. Φανερώνει την ιδεολογική ρήξη δύο κόσμων: της ανεκτικότητας και του κοσμοπολιτισμού του Προυστ, απέναντι στον συντηρητισμό, την ξενοφοβία και τον κυνισμό του Σελίν.
Και για τους δύο, υπήρχε μόνο ένα πράγμα που έκανε αυτή την ιδιοσυγκρασιακή ζωή τους υποφερτή και άξια να τη ζουν: η συγγραφή - και οι δύο μοιραζόταν τη μελαγχολική διάθεση και τον ζήλο για δουλειά. Στην ηλικία των τριάντα οκτώ ετών, το 1932, δέκα χρόνια μετά τον θάνατο του Προυστ, ο δρ. Ντετούς, άγνωστος στους λογοτεχνικούς κύκλους, δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Σελίν το πρώτο του μυθιστόρημα, 'Ταξίδι στην άκρη της νύχτας' ⠁υπήρξε το αριστούργημά του, μια βίαιη, σκοτεινή και συχνά σαρκαστική τοιχογραφία του σύγχρονου κόσμου. Αναφέρει ρητά μόνο έναν συγγραφέα: τον συγγραφέα του 'Αναζητώντας'. «Ο Προυστ, μισοτρελαμένος ο ίδιος, χάθηκε με εξαιρετική επιμονή στην άπειρη, διαλυτική ματαιότητα των τελετουργιών και των διαδικασιών που στριφογυρίζουν γύρω από τους κοσμικούς, ανθρώπους του κενού, φαντάσματα των επιθυμιών, αναποφάσιστους οργιαστές που περιμένουν πάντα τον Βαττώ τους, μικρόψυχους αναζητητές απίθανων Κυθήρων. Αλλά η κυρία Ερότ, λαϊκή και ουσιαστική από καταγωγή, κρατιέται στη γη από τις ωμές ορέξεις της, ανόητες και ακριβείς», γράφει, μιμούμενος το εκλεπτυσμένο ύφος του Προυστ.
Γι' αυτό ακριβώς μιλάει ο Προυστ και τοποθετείται στο αντίθετο άκρο του φάσματος από αυτόν τον λεπτό, κοσμογυρισμένο συγγραφέα, ο οποίος περιγράφει με εξαιρετική λεπτότητα τις λειτουργίες της επιθυμίας και της ζήλιας. «Ο Προυστ εξηγεί πολλά για τα γούστα μου - 300 σελίδες για το πως ο Τουτούρ πηδάει τον Τατάβ* είναι πάρα πολύ», διαβεβαίωνε σε μια επιστολή του προς τον φίλο του Μίλτον Χίντους. Δεν υπήρχε περίπτωση να χαθεί στην ψυχολογική ανάλυση! Εξόρισε αυτά τα «πράγματα της ψυχής», των οποίων η «ασπόνδυλη συμπεριφορά» «παράγει περισσότερους ηλίθιους, υποτακτικούς και βαρετούς ανόητους (...) από όλες τις πανούκλες ενός αιώνα». Όπως ακριβώς διασπά τις μακροσκελείς προτάσεις στις οποίες ο Προυστ αποτύπωνε τις αποχρώσεις, με παύλες, παρενθέσεις και καταιγιστικές δευτερεύουσες προτάσεις: «Πριν από λίγο, αναλύοντας τον εαυτό μου, σκέφτηκα ότι αυτός ο χωρισμός χωρίς να ξαναδούμε ο ένας τον άλλον ήταν ακριβώς αυτό που ήθελα, και συγκρίνοντας τη μετριότητα των απολαύσεων που μου πρόσφερε η Αλμπερτίν με τον πλούτο των επιθυμιών που μου στέρησε συνειδητοποιώντας (και στην οποία η βεβαιότητα της παρουσίας της στο σπίτι μου, η επιβολή της ηθικής μου κλίμακος, της είχε επιτρέψει να καταλάβει το προσκήνιο στην ψυχή μου [...] Είχα βρεί τον εαυτό μου λεπταίσθητο, είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν ήθελα πια να τη βλέπω, ότι δεν την αγαπούσα πια», γράφει, για παράδειγμα, για να περιγράψει το τρομερό σοκ που προκάλεσε στον αφηγητή η φυγή της αγαπημένης του. Ο Σελίν ξεχωρίζει από αυτή την κομψή γλώσσα. Σμιλεύει τους στίχους του για να μεταφέρει το συναίσθημα του προφορικού λόγου: «Έτσι ξεκίνησε. Δεν είπα ποτέ τίποτα. Τίποτα. Ήταν ο Αρτύρ Γκανάτ που με έκανε να μιλήσω. Ο Αρτύρ, μαθητής, τουφεκιοφόρος επίσης, σύντροφος», λέει στην αρχή του "Ταξιδιού".
Διαπιστώνουμε πως και στυλιστικά, οι διαφορές είναι εξίσου εμφανείς. Ο Προυστ χτίζει εκτεταμένες, μελωδικές προτάσεις που εκτυλίσσονται σαν μουσικές φράσεις. Η γλώσσα του είναι εκλεπτυσμένη, πλούσια, γεμάτη λογοτεχνικές αναφορές. Ο Σελίν σπάει την κλασική σύνταξη, εισάγει την αργκό του δρόμου, δημιουργεί έναν εκρηκτικό, ασυνήθιστο ρυθμό που μιμείται τη βία της καθημερινότητας.
« Μπράουμ! Βρούμ!... Μεγάλος χαλασμός! Όλος ο δρόμος καταρρέει στην άκρη του νερού... Η Ορλεάνη καταρρέει και κεραυνός πέφτει στο Γκραν Καφέ... Ένα τραπέζι με βάση, σαλπάρει και σχίζει τον αέρα... Μαρμάρινο πουλί... στροβιλίζεται, συντρίβει το απέναντι παράθυρο με χίλια θραύσματα...» έγραψε για να προλογίσει την μπάντα του Γκινιόλ.
![]() |
η μπάντα του Γκινιόλ |
Αλλά (πάντα υπάρχει ένα 'αλλά') παρά τις ραγδαίες διαφορές, μια βαθιά ευαισθησία ενώνει τους δύο συγγραφείς. Και οι δύο είναι παιδιά μιας εποχής κρίσης, μάρτυρες της κατάρρευσης των παραδοσιακών αξιών. Ο Προυστ παρατηρεί τη διάλυση του κόσμου της αριστοκρατίας και της μπουρζουαζίας που γνώρισε· ο Σελίν ζει την εξαθλίωση των λαϊκών στρωμάτων και την απανθρωποποίηση του πολέμου.
Η κοινή τους ευαισθησία εκφράζεται πρωτίστως στη σχέση τους με το χρόνο και τη μνήμη. Ο Προυστ, μέσα από το 'Αναζητώντας', εξερευνά τους μηχανισμούς της μνήμης και την ικανότητά της να ανασυγκροτεί έναν κόσμο που χάθηκε. Ο Σελίν, μέσα από το 'Ταξίδι στο Τέλος της Νύχτας' και τα μυθιστορήματά του για τον πόλεμο, καταγράφει με ωμότητα την καταστροφή κάθε αυταπάτης.
Και οι δύο συγγραφείς εκπροσωπούν τη διπλή φύση της μοντερνικότητας: την αναζήτηση νέων εκφραστικών μέσων παράλληλα με τη νοσταλγία για έναν χαμένο κόσμο. Ο Προυστ επινοεί νέες λογοτεχνικές τεχνικές για να αποτυπώσει την εσωτερική πραγματικότητα, ενώ θρηνεί για την παρακμή του πολιτισμού. Ο Σελίν καινοτομεί ριζικά στη γλώσσα και τη δομή, ενώ παραμένει προσκολλημένος σε μια ιδεαλιστική εικόνα του παρελθόντος.
Η ευαισθησία τους εκδηλώνεται επίσης στην κοινή τους εμμονή με το σώμα και την ασθένεια. Ο Προυστ, άρρωστος και (οικειοθελώς) απομονωμένος, μετατρέπει την ασθένεια σε πηγή έμπνευσης· ο Σελίν, γιατρός των φτωχών, αντιμετωπίζει καθημερινά τη σωματική δυστυχία. Και οι δύο βλέπουν στην αποσύνθεση του σώματος το σύμβολο μιας ευρύτερης κοινωνικής κρίσης.
![]() |
Σελίν |
![]() |
Μαρσέλ Προυστ, π. 1895 φωτο: Ότο Βέγκενερ |
Το σχόλιο του Σελίν «Αν δεν ήταν Εβραίος, κανείς δεν θα μιλούσε γι’ αυτόν»⁴ δεν είναι μόνο ένδειξη προσωπικής εμπάθειας. Φανερώνει την ιδεολογική ρήξη δύο κόσμων: της ανεκτικότητας και του κοσμοπολιτισμού του Προυστ, απέναντι στον συντηρητισμό, την ξενοφοβία και τον κυνισμό του Σελίν. Το σχόλιο αυτό, ωστόσο, δεν αναιρεί το γεγονός ότι ακόμη και ο Σελίν αναγνώριζε, έστω σιωπηρά, τη λογοτεχνική επιρροή του Προυστ· ή, τουλάχιστον, τον αισθανόταν ως απειλή ή μέτρο σύγκρισης.
Κι όμως, παρά τις χαώδεις αντιθέσεις τους, υπάρχει ένας κοινός παρονομαστής που καθιστά και τους δύο «παιδιά του αιώνα». Είναι η κοινή τους ευαισθησία απέναντι στον ανθρώπινο πόνο, στην απώλεια, στον χρόνο που καταλύει την ύπαρξη. Ο Προυστ διαχειρίζεται τον χρόνο μέσα από την ανάμνηση· ο Σελίν μέσα από την αποσύνθεση. Και οι δύο, ωστόσο, εμμένουν στην αποτύπωση του εφήμερου, είτε μέσα από τη νοσταλγία είτε μέσα από τη ματαίωση. Επιπλέον, και οι δύο γράφουν ενάντια στη ροή· δημιουργούν νέες μορφές έκφρασης, επεκτείνοντας τα όρια του γλωσσικού και λογοτεχνικού μέσου ⁵ και μοιράζονται την ίδια τραγική ευαισθησία: την αντίληψη ότι ο κόσμος όπως τον γνώριζαν καταρρέει ανεπιστρεπτί. Και οι δύο, με διαφορετικό τρόπο, διαγνώσκουν αυτήν την κρίση του σύγχρονου ανθρώπου και προσφέρουν τη λογοτεχνία ως μέσο επιβίωσης και κατανόησης- παρά την παρέκκλιση του Σελίν προς την ιδεολογική ακρότητα- και δημιουργούν τη μοντέρνα αφήγηση.
Διότι, όπως επισημαίνει ο φιλόσοφος Ζιλ Ντελέζ, «η δραστηριότητα της γραφής δεν έχει καμία σχέση με τον εαυτό μας.
(...) Γράφεις επειδή κάτι από τη ζωή περνάει μέσα από εσένα. (...) Το να γράφεις (...) σημαίνει να κάνεις ό,τι θέλεις, εκτός από το να αρχειοθετείς. (...) Αν κάποιος δεν ενδιαφέρθηκε για την παιδική του ηλικία, αυτός είναι ο Προυστ, για παράδειγμα.» Ή ο Σελίν. Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη ζωή τους ήταν απλώς αφορμές για να προσπαθήσουν να δουν τα πράγματα πιο καθαρά. Και έτι περαιτέρω.
Αυτή είναι η κοινή ευαισθησία που τους ενώνει: η ικανότητα να μετατρέψουν τον πόνο σε τέχνη, την παρακμή σε ποίηση, τη συνθλιπτική αλήθεια σε λογοτεχνική αποκάλυψη. Αυτή η κοινή ευαισθησία τους καθιστά αυθεντικούς εκπροσώπους του εικοστού αιώνα, αιώνα που γεννήθηκε από την καταστροφή των βεβαιοτήτων και κληρονόμησε την ανάγκη να επινοήσει νέους τρόπους κατανόησης του κόσμου.
Είναι πράγματι παιδιά του αιώνα· όχι γιατί τον εξύμνησαν, αλλά γιατί τον έκαναν λογοτεχνία. Έκαναν το Μεγάλο Γαλλικό Μυθιστόρημα. (Κ. Λ.)
ⓘ η μετάφραση των αποσπασμάτων είναι πρωτότυπη
και υπόκειται σε πνευματικά δικαιώματα
Παραπομπές
* Ο όρος υποδηλώνει γενικά ανθρώπους που έζησαν και επηρεάστηκαν από τις ιδέες
και τα γεγονότα ενός συγκεκριμένου αιώνα, ιδιαίτερα του 19ου αιώνα
** "Τουτούρ" = Αρτύρ, "Τατάβ" = Γκυστάβ
παιδική εκφορά λόγου
1. Μαρσέλ Προυστ, Αναζητώντας τον Χαμένο Χρόνο (Εστία , 2011).
2. Λουί-Φερντινάν Σελίν, Ταξίδι στην άκρη της νύχτας (Εστία, 2009).
3. Αντουάν Κομπανιόν, Un été avec Proust (Équateurs, 2013), 88.
4. Βλ. Άλις Κάπλαν, Ο άνθρωπος του εχθρού: Η δίκη και η εκτέλεση του Ρομπέρ Μπραζιγιάκ
(Modern Times, 2006), όπου αναφέρεται το αντισημιτικό υπόβαθρο των λόγων του Σελίν.
5. Μάικλ Λούσι, What it Means to Be Avant-Garde: Céline, Proust, and the Invention of Modern Narrative
(Ithaca: Cornell University Press, 1995), 102–134.
επιμέλεια-κείμενο: Κάππα Λάμδα
© periopton
Απαγορεύεται από το δίκαιο της Πνευμ. Ιδιοκτησίας
η καθ' οιονδήποτε τρόπο χρήση/αναπαραγωγή/ιδιοποίηση
του παρόντος άρθρου (ολόκληρου ή αποσπασμάτων)